Η ιστορία της πολιορκίας του Νεγροπόντε είναι μία μελέτη από μόνη της και μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει το αντικείμενο μίας ξεχωριστής πραγματείας.
Καθώς υπάρχουν αρκετές αναφορές για αυτή, τις οποίες δεν μπόρεσα να συμβουλευτώ, φαίνεται καλύτερο να δοθεί η αφήγηση με τα λόγια μίας από τις πηγές μας, και να προστεθούν σημειώσεις από συγκρίσεις με άλλες εκθέσεις. Για αυτόν τον σκοπό επέλεξα τη Γαλλική
διήγηση δημοσιευμένη από τον (σ.τ.μ.: Γάλλο μεσαιωνολόγο) M. Paulin Paris στην έκδοση «Les MSS. françois de la bibliotheque du roi», που ουσιαστικά είναι μία μετάφραση από το λατινικό (σ.τ.μ.: χειρόγραφο) του μοναχού Τζάκοπο ντελλά Καστελάνα (Jacopo della Castellana)[2]. Επισύναψα δε σημειώσεις υποδεικνύοντας τα σημεία διαφοράς ή συμφωνίας με τον (σ.τ.μ.: Βενετσιάνο χρονικογράφο) Μαρίνο Σανούδο το νεότερο, στο έργο του «Vite de Duchi di Venezia», με τη συνέχεια του «Χρονικού της Μπολόνια» του Μινορίτη Φραγκισκανού αδελφού Μπαρτολομέο ντελλά Πουγκλιόλα(Bartolommeo della Pugliola) και με τον (σ.τ.μ.: Βενετσιάνο λογοτέχνη) Αντρέα Ναβαγκέρο (Andrea Navagero) στο σύγγραμμα «Storia Veneziana».
(Σ.τ.μ.: Ακολουθεί μετάφραση στα Ελληνικά της απόδοσης στην Αγγλική γλώσσα από τον J. B. Bury, της προαναφερθείσας Γαλλικής διήγησης για την πολιορκία και την άλωση του Νεγροπόντε).
«Την 5η του Ιουνίου του 1470, οι Τούρκοι ξεκίνησαν από την Κωνσταντινούπολη εναντίον της στρατιωτικής ισχύος των Βενετσιάνων. Κατά του Νεγροπόντε χάραξαν πορεία 300 ιστιοφόρα, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγονταν 100 μεγάλες γαλέρες, όπως επίσης και ελαφρές γαλέρες και βομβαρδιστικά πλοία[3]. Η δε αρμάδα των Βενετσιάνων βρίσκονταν σε ένα μέρος που αποκαλούνταν Τέναντο (Tenando)[4]. Παρομοίως την 8η μέρα του αναφερόμενου μήνα, η αρμάδα του προλεχθέντος Τούρκου πήγε στο νησί της Λίμπρο (Limpro)[5] και πραγματοποίησε μία περιοδεία σε αυτό και επιτέθηκε στα κάστρα, και στην πραγματικότητα κατέλαβε ένα από αυτά, όπου κάποιος κύριος Μαρκίς Ζάνι (Messire Marchis Janny), ήταν ο άρχων και ο κυβερνήτης, ο οποίος αμέσως βασανίστηκε βάναυσα από τους απίστους και κακοποιήθηκε μαζί με τρεις από τους συντρόφους του.
Εκτός αυτού, τη 10η μέρα του ίδιου μήνα, η αρμάδα του Τούρκου μετακινήθηκε προς ένα νησί που αποκαλούνταν Ντιστιλίνιουμ(Distilinium)[6], όπου κάποιος κύριος Αντουάν ντε Ζακόπ(Messire Antoine de Jacoppe) ήταν ο άρχων και ο κυβερνήτης, και τότε εκείνος πολιόρκησε ένα κάστρο που ονομάζονταν Πολύκαστρο (Polycastre) και ενδιέτριψε εκεί πέντε μέρες και πέντε νύχτες, αλλά παρόλα αυτά δεν κατάφερε ούτε να το κατακτήσει ή να πετύχει την κατοχή του (σ.τ.μ.: με άλλο τρόπο).
Εκτός αυτού, τη 15η μέρα του ίδιου μήνα, η αρμάδα του Τούρκου μετακινήθηκε στο νησί της Σκύρου (Schiro), και με αποτέλεσμα να πυρπολήσουν ολόκληρη την έξωθεν κώμη, βάζοντας φωτιά σε αυτή, αλλά όλη την άλλη ώρα δεν μπόρεσαν να πάρουν το κάστρο.
Εκτός αυτού, την 25η μέρα του ίδιου μήνα η αρμάδα του Τούρκου μετακινήθηκε και έπλευσε προς τις κολόνες του προλεχθέντος μέρους, του Νεγροπόντε, και αγκυροβόλησε στη Γέφυρα του Αγίου Μάρκου[7], και την ίδια μέρα αφίχθηκε ο Τούρκος (σ.τ.μ.: ο Μωάμεθ Β΄ δηλαδή) με 300.000 άνδρες, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι άνδρες της αρμάδας που αριθμούσαν στους 60.000. Και τελικά ο Τούρκος πρόσταξε να γίνει μία γέφυρα από την ενδοχώρα της δικής του περιοχής προς τη νήσο του Νεγροπόντε, η οποία γέφυρα είχε μήκος 150 πάσα (σ.τ.μ.: βήματα) και πλάτος σαράντα πάσα[8]. Πάνω από αυτή πέρασε ο Τούρκος, μαζί με τον γιό του και τον πασά της Ρωμανίας (Bastian de Romania) και όλο τους το στρατό και τη συνοδεία τους[9].
Αεροφωτογραφία της σύγχρονης καλωδιωτής γέφυρας της Χαλκίδας επί του «στενού του Αγίου Μάρκου», όπως ονομάζονταν το συγκεκριμένο θαλάσσιο πέρασμα από τους Βενετσιάνους, όπου στην αρχική φάση της πολιορκίας του Νεγροπόντε από τον Μωάμεθ Β’ κατασκευάστηκε μία πλωτή γέφυρα από πλοία, προκειμένου να διαπεραιωθεί το χερσαίο Οθωμανικό στράτευμα στην Εύβοια.
Τώρα αυτός ο πασάς της Ρωμανίας ήταν ένας μέγας καπετάνιος του στρατού και της συνοδείας του Μεγάλου Τούρκου. Και η σκηνή-περίπτερο του Μεγάλου Τούρκου ήταν κόκκινη, από βυσσινί (κριμεζί) μετάξι, την οποία πρόσταξε να τοποθετηθεί και να στηθεί κάτω από (σ.τ.μ.: τη μονή της) Αγίας Κλάρας (Sainte Clare). Παρομοίως εκεί διέταξε να συναρμολογηθεί και να ταχθεί μία μεγάλη βομβάρδα, η οποία εκσφενδόνιζε και έστελνε τα βλήματα της εναντίον της πύλης του Νεγροπόντε που αποκαλούνταν «του Χριστού (de Χρίστο)». Και πρόσταξε να συναρμολογηθεί και να ταχθεί άλλη μία βομβάρδα κάτω από το Φόρκε (Forks) ή το Γκιμπέτ (Gibbet)[10], η οποία παρομοίως εκσφενδόνιζε τα βλήματα κατά της ίδιας πύλης. Και αληθινά αυτές οι βομβάρδες ήταν τόσο μεγάλες και πελώριες, που χωρούσε σε κάθε μία από αυτές ένας γονατιστός και σκυφτός άνδρας. Επιπλέον, ο προαναφερθέντας καπετάνιος, ο πασάς (σ.τ.μ.: της Ρωμανίας), τοποθέτησε και έμπηξε την σκηνή του ή το περίπτερο του, που είχε λευκό χρώμα. στο μέρος του Αγίου Φραγκίσκου (S. Francois). Και εκεί στο ίδιο μέρος βρίσκονταν επίσης τρεις καταπέλτες[11], μηχανές που έριχναν μεγάλους τεράστιους λίθους στον αέρα μέσα στην πόλη και πάνω από τα τείχη της, για να καταστρέψουν ολοσχερώς και να σπάσουν σε κομμάτια τα σπίτια και τους κατοίκους αυτής της πόλης. Και ο γιός του Μεγάλου Τούρκου επίσης έβαλε τη σκηνή ή το περίπτερο του σε αυτό το μέρος και στην Καλογραία(Calongriea)[12], και το κιόσκι του ήταν από βυσσινί (κριμεζί) μετάξι. Και στα Φουρνάκι (furnaces) συναρμολογήθηκαν και τάχθηκαν δύο πελώριες βομβάρδες, που έριχναν τα βλήματα τους ενάντια στην πύλη του Ναού, από την ενδοχώρα έξω από την νήσο, και εκεί συναρμολογήθηκαν και τάχθηκαν και άλλες βομβάρδες, οι οποίες έριχναν τα βλήματα τους κατά της Τζουντέακα (Judeaca, σ.τ.μ.: η Εβραϊκή συνοικία) και εναντίον της καστροπολιτείας (burg)[13].
Απεικόνιση της «Κάτω Πύλης» ή «Πύλης του Ναού» της καστροπολιτείας του Ευρίπου, η οποία αποτέλεσε έναν από τους βασικούς στόχους του Οθωμανικού πυροβολικού, καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιορκίας του Νεγροπόντε στα 1470. Ψηφιακή αναπαράσταση: Γιάννης Μύταλας (2017). Φωτογραφική βελτίωση: Βάγιας Κατσός.
Εκτός αυτού, την 5η ημέρα του Ιουλίου, ο Μεγάλος Τούρκος διέταξε ότι η νήσος έπρεπε να εκκαθαριστεί από 300 ιππείς[14], και αυτοί την εκκαθάρισαν και την κατέστρεψαν ολοσχερώς και την ερήμωσαν, και θανάτωσαν όσους άνδρες και γυναίκες βρήκαν σε αυτή, εκτός από τα μικρά παιδιά[15].
Εκτός αυτού, κατά την 7η μέρα του ίδιου μήνα, ο Μεγάλος Τούρκος έδωσε εντολή να γεμίσουν οι τάφροι της ειρημένης πόλης με δεμάτια από ξύλα και με νεκρά σώματα από ανθρώπους και κτήνη, και περίπου μετά από αυτό καθόρισε να αρχίσει μάχη. Και τότε αμέσως οι άνδρες του Νεγροπόντε ενεπλάκησαν σε μάχη με τους Τούρκους και τους απίστους, και έβαλαν φωτιά στην πυρίτιδα και στο θειάφι, και έτσι αυτοί έκαψαν και εξόντωσαν 16.000 άνδρες[16], αν όχι περισσότερους, μαζί με σαράντα γαλέρες που είχαν συρθεί έξω στη ξηρά με μηχανές.
Εκτός αυτού, την 8η μέρα του ίδιου μήνα, αυτοί πολέμησαν σε μία δεύτερη μάχη[17], και τότε η στρατιωτική φρουρά της πόλης, με σκοπό να εξαπατήσει τους Τούρκους και τους απίστους, έφτιαξε ένα λάβαρο όπως εκείνα των Τούρκων και το τοποθέτησε πάνω στο τείχος της πόλης. Και τότε οι άπιστοι πίστεψαν ότι είχαν κερδίσει την πόλη και ότι τους είχαν υποτάξει όλους υπό τους εαυτούς τους, και έτσι αυτοί άρχισαν να τρέχουν χωρίς εντολή και σε αταξία, και όλοι τους δρομολογήθηκαν σαν κτήνη, χωρίς σχηματισμό σε ένα σώμα, και φονεύτηκαν σε έναν αριθμό (σ.τ.μ.: ανερχόμενο σε) 17.000 Τούρκους και απίστους[18].
Εκτός αυτού, την 9η μέρα του ίδιου μήνα στην τρίτη μάχησκοτώθηκαν 5.000 Τούρκοι και άπιστοι[19].
Εκτός αυτού, τη 10η μέρα του ίδιου μήνα, σε μία τέταρτη μάχηφονεύθηκαν 3.000 άπιστοι ή Τούρκοι[20], και την ίδια μέρα ανακαλύφθηκε η προδοσία του κυρίου Τομάς Σαγιάνο (Μεσσίρε Thomas Sayano)[21] από την σύζυγο του, και τότε ο βάϊλος της πόλης προκάλεσε τον αποκεφαλισμό του ιδίου, όπως και των ακόλουθων και των βοηθών του.
Άποψη του νότιου τμήματος των χερσαίων τειχών του Νεγροπόντε, όπου διαμορφώνονταν το αμυντικό συγκρότημα του «οχυρώματος του Βούρκου (rivellino del Burchio)», το οποίο κατάφεραν να διαρρήξουν οι Οθωμανοί κατά την τελική τους επίθεση εναντίον της καστροπολιτείας στις 12 Ιουλίου 1470. Φωτογραφία του Βρετανού αρχαιολόγου Sir John Linton Myres περί το 1898 – 1904. Πανεπιστήμιο Οξφόρδης.
Εκτός αυτού, τη 12η μέρα, που ήταν Πέμπτη, ο Μεγάλος Τούρκος πρόσταξε ολόκληρο το στράτευμα και ο οπλισμός του να συγκεντρωθούν στην πλευρά και στη συνοικία της πόλης, όπου τα τείχη είχαν σπάσει από τις βομβάρδες, δηλαδή εναντίον της Εβραϊκής συνοικίας (Judee) και της καστροπολιτείας (burg)[22]. Και τότε ξεκίνησε την προσβολή της πόλης περίπου δύο ώρεςπριν την ημέρα, και στην πλευρά της νήσου αυτός πρόσταξε να γεμίσουν οι τάφροι με βαρέλια, με πτώματα, και νεκρά άλογα[23], και τελικά μέσα σε δύο ώρες της ημέρας εκείνοι κατέλαβαν τα τείχη και περί το μεσημέρι κατέκτησαν και είχαν την πόλη στην κυριαρχία τους, και την έθεσαν υπό λεηλασία[24]. Και άμεσα σφαγιάστηκαν οι Χριστιανοί άνδρες και γυναίκες που βρέθηκαν εκεί, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων από τα πενήντα έτηκαι πάνω[25], και με ποικίλα και τα πιο ανελέητα βασανιστήρια, απίστευτα και ανήκουστα, αυτοί σταυρώθηκαν και μαρτύρησαν από εκείνους, για να τους εξαναγκάσουν να παρατήσουν τη χριστιανική πίστη, και αρμόζουν εγκώμια και ευγνωμοσύνη στο Θεό για αυτό, αφού δεν υπήρξε κανένα χριστιανικό πρόσωπο, ακόμα και έτσι βασανισμένο, που για ένα τέτοιο πόνο θα αρνούνταν τον Κύριο και Θεό μας Ιησού Χριστό και την Καθολική πίστη, αλλά όλοι πέθαναν για την ιερή πίστη, για την οποία οφείλουμε να επαινούμε το Θεό. Και αφού έγινε αυτό, ο Τούρκος πρόσταξε να πραγματοποιηθεί ένα προσκλητήριο των Σαρακηνών (Saracens) του και του στρατεύματος με σκοπό ενδεχομένως να καταστεί γνωστό σε εκείνον πόσους ανθρώπους είχε απωλέσει και πόσο ήταν το υπόλοιπο των ανθρώπων που είχε απομείνει σε αυτόν[26]. Και στην πραγματικότητα αυτός βρήκε ότι έλειπαν 40.000 Σαρακηνοί, οι οποίοι είχαν πεθάνει εκεί. Αλλά και από τους Χριστιανούς υπολογίζεται ότι πέθαναν 30.000 άνθρωποι, τόσο από την πόλη και από όλη την νήσο, όσο και από τους άνδρες πολεμιστές.
Καλλιτεχνική απεικόνιση του μαρτυρίου του Βενετσιάνου βάϊλου του Νεγροπόντε Πάολο Ερίτζο, ο οποίος τεμαχίστηκε στα δύο με πριόνι κατόπιν εντολής του Μωάμεθ Β΄, προκειμένου ο Τούρκος σουλτάνος να κρατήσει την υπόσχεση που του είχε δώσει, ότι αν παραδοθεί θα διατηρήσει το κεφάλι του πάνω στους ώμους του. Πίνακας του Ιταλού ζωγράφου Andrea Celesti (1637–1712). Ανήκει σε ιδιωτική συλλογή.
Είναι μία αλήθεια ότι μία αρμάδα και μια κουστωδία από Βενετσιάνους βρίσκονταν στη γέφυρα (σ.τ.μ. του μοναστηριού) της Αγίας Κλάρας με σαράντα πέντε γαλέρες και δώδεκα μεγάλα πλοία, και η αρμάδα θα έπρεπε να είχε συνδράμει την πόλη, αλλά ο (σ.τ.μ.: Βενετσιάνος) καπετάνιος δεν το επιθυμούσε[27], έτσι ώστε δεν έδωσε άδεια (σ.τ.μ.: να ενεργήσουν) σε τέσσερις γαλέρες από την Κύπρο (Cyprus) και την Κρήτη (Candia), τις οποίες εκείνος είχε πάρει με την βία και τις συγκρατούσε, μαζί με ένα μεγάλο Γενοβέζικο πλοίο, το οποίο είχε πάρει παρομοίως.
Και όταν καταλήφθηκε το Νεγροπόντε, παραδόθηκαν και τα ακόλουθα νησιά, κάστρα και πόλεις, ήτοι, Ίμβρος (Limbro), Λήμνος, (Stalmino), Σκιάθος, (Schiacto), Σκόπελος, (Schopyno), Λαφακτιλέο (lafactileo), Άνδρος, (Landro), και Φικάλλο (Ficallo), το οποίο βρίσκεται στην ηπειρωτική χώρα[28]. Και μετά από αυτό έφτασαν και άλλες επιστολές από Βενετσιάνους επιβεβαιώνοντας τα πράγματα που ειπώθηκαν παραπάνω, και αφηγούνταν περαιτέρω ότι μετά την καταστροφή, που εξιστορήθηκε ανωτέρω, ένα μεγάλο Γενοβέζικο πλοίο είχε πλεύσει στο Νεγροπόντε, κάτω από την ασφαλή καθοδήγηση του Μεγάλου Τούρκου, το οποίο προσβλήθηκε καθώς επέστρεφε και δέχτηκε μία θαρραλέα επίθεση από τον στόλο των Βενετσιάνων, και τελικά αυτοί το κατέλαβαν, και ήταν φορτωμένο με μαργαριτάρια και πολύτιμα πετράδια και άπειρα εμπορεύματα. Το πλοίο ήταν πολύ μεγάλο και περιείχε, όπως λένε, πολύ επιτήδειους άνδρες και 2.000 κιβώτια στα οποία υπήρχαν σπουδαία πλούτη, θεωρώντας ότι οι Τούρκοι και οι Σαρακηνοί είχαν πάρει τα υπόψη κοσμήματα από το μέρος του Νεγροπόντε και τα είχαν πουλήσει στους Γενοβέζους σε φτηνή τιμή, εκτιμώντας ότι δεν θα μπορούσαν να διατηρήσουν για πολύ το Νεγροπόντε και τα προλεχθέντα νησιά.
Αυτή η έκθεση, γραμμένη στα Λατινικά, στάλθηκε στη Ρώμη, και έκτοτε μεταφράστηκε στα Γαλλικά στη Γενεύη (Geneva)».
Ανάγλυφος θυρεός της Βενετίας με τον φτερωτό λέοντα του Αγίου Μάρκου του 15ου αιώνα, που αρχικά ήταν εντοιχισμένος στην βόρεια πλευρά του καστελιού του Ευρίπου, το οποίο αναφέρεται από τον J. B. Bury με την ονομασία «Santa Maria dei Cazzonelli». Εκτίθεται στην συλλογή γλυπτών στο κάστρο του Καραμπαμπά.
Συμπέρασμα.
«Τα λυπηρά και τα θλιβερά νέα ακούστηκαν», λέει ο συντάκτης των «Βιογραφιών των Δόγηδων της Βενετίας», «σε αυτή την χώρα την 30η του Ιουλίου, και δυσαρέστησαν όλους και ο καθένας τους ήταν δυστυχισμένος εκεί».
Έγιναν αρκετές προσπάθειες για να ανακτηθεί η σημαντική νήσος, την οποία η Βενετία την θεωρούσε σαν το δεξί της μάτι, αλλά όλες απέβησαν μάταιες. Η Εύβοια προορίζονταν να παραμείνει στην εξουσία των Οθωμανών, μέχρι να αναδειχθεί το νέο βασίλειο της Ελλάδας. Ο λέοντας του Αγίου Μάρκου στο «Κάστρο» της Χαλκίδας, στον πύργο της Σάντα Μαρία ντε Κατζονέλλι (Santa Maria dei Cazzonelli), ο οποίος στέκεται πάνω στον βράχο, που διαχωρίζει τον πορθμό του Ευρίπου[29], όπως επίσης παραμένουν πολλά κάστρα και μερικά υδραγωγεία για να μαρτυρούν την Βενετσιάνικη και Λομβαρδική κυριαρχία. Όμως τα διακόσια και εβδομήντα χρόνια της Ιταλικής κατοχής δεν άφησαν μόνιμα σημάδια στον χαρακτήρα του πληθυσμού, εκτός πράγματι από την εισαγωγή του Αλβανικού (σ.τ.μ.: Αρβανίτικου) στοιχείου που οφείλονταν στην Βενετσιάνικη πολιτική, ενώ τα τριακόσια και πενήντα χρόνια της Τουρκικής εξουσίας έχουν αφήσει μία ανάμνηση αυτής στην Εύβοια, με την μορφή Τουρκικών οικογενειών που κατέχουν ακόμα κτηματική περιουσία, μολονότι (σ.τ.μ.: δεν υφίστανται τέτοιες) σχεδόν σε κανένα άλλο μέρος της Ελλάδας. Οι Ιταλοί ιδιοκτήτες που απέδρασαν από το Τουρκικό γιαταγάνι διέφυγαν προς τη δύση. Ο Σανούδο αναφέρει ότι πολλοί ευγενείς πέθαναν από τη μελαγχολία, την θλίψη και την ντροπή τους για την απώλεια (σ.τ.μ.: της Εύβοιας), όπως και για τον θάνατο των συγγενών και των φίλων τους, οι οποίοι βρίσκονταν στο Νεγροπόντε για εμπορικούς σκοπούς.
John B. Bury
ΤΕΛΟΣ
Παραπομπές
[1] Σ.τ.μ.: Το συγκεκριμένο μέρος δημοσιεύτηκε στα 1888 στον τόμο 9 (σελίδες 102 – 117) του διαλαμβανόμενου επιστημονικού εντύπου.
[2] Σ.τ.μ.: Η Γαλλική διήγηση, όπως μεταφέρεται από τον J. B. Bury, παρουσιάζει ανακρίβειες και διαφορές σε πολλά σημεία από την Ελληνική εκδοχή του χειρόγραφου του μοναχού Τζάκοπο ντελλά Καστελάνα, η οποία δημοσιεύεται στο πόνημα του ιστοριοδίφη Γιάννη Γκίκα «Δύο Βενετσιάνικα χρονικά για την άλωση της Χαλκίδας από τους Τούρκους στα 1470, ΑΕΜ, τόμος ΣΤ’, 1959».
[3] Ο Σανούδο παραθέτει 108 γαλέρες, 60 παλανταρίες (palandarie) με τα υπόλοιπα πλοία να είναι φούστες (fuste). Η φούστα (fusta) ήταν μία ελαφριά γαλέρα και η παλανταρία ή παλάντρα (palandra) ένα βομβαρδιστικό πλοίο (bombship). (Σ.τ.μ.: Το βομβαρδιστικό πλοίο ήταν ένα ιστιοφόρο σκάφος, το οποίο έφερε προσαρμοσμένους όλμους μεγάλου διαμετρήματος στο κατάστρωμα, βάλλοντας βλήματα υπό γωνία ανύψωσης, σε καμπύλη τροχιά και πλήττοντας στόχους εντός οχυρωμένων τοποθεσιών).
[4] Τένεδος. Ο Βενετσιάνικος στόλος αποτελούνταν από τριάντα πέντε πλοία σύμφωνα με τον Σανούδο, ή τριάντα τρία σύμφωνα με το «Χρονικό της Μπολόνια».
[5] Πρόκειται για την Ίμβρο, που αποκαλείται στο «Χρονικό της Μπολόνια», ως «Mambro». Το αρχικό γράμμα της επωνυμίας Λίμπρο (Limpro) είναι φυσικά το άρθρο. Ο Μαρκίς Ζανί κατονομάζεται από τον Σανούδο ως Μάρκο Ζοντάνι (Marco Zontani). (Σ.τ.μ.: Με τον χαρακτηρισμό «Τούρκος» ή «Μεγάλος Τούρκος» υποδηλώνεται ο σουλτάνος Μωάμεθ Β’).
[6] Αυτό το νησί είναι η Λήμνος, που αποκαλείται από τον Σανούδο ως «Σταλίμνε (Stalimne)». Η παραφθορά φαίνεται να έχει προκύψει από την Ελληνική φράση «ες την Λήμνον». Η προτασσόμενη συλλαβή «Di» μπορεί να προέρχεται από το Ιταλικό «di». Οι ημερομηνίες των πηγών μας εδώ δεν συμφωνούν. Στο «Χρονικό της Μπολόνια» δηλώνεται ότι οι Τούρκοι πήγαν στη Σκύρο (Schiro) στις 10 (σ.τ.μ.: του μηνός), και δεν μνημονεύεται η απόπειρα στην Λήμνο. Ο Σανούδο παραθέτει ότι αυτοί (σ.τ.μ.: οι Οθωμανοί) προχώρησαν προς το Σταλίμνε, το αρχαίο Πολύκαστρο (Polycastro) στις 8 (σ.τ.μ.: του Ιουνίου) και έδωσαν μάχη εκεί για πέντε μέρες μάταια. Ίσως προσπαθώντας να συμβιβάσουμε (σ.τ.μ.: την πληροφορία από) τον Σανούδο και την Γαλλική αφήγηση να υποθέσουμε ότι στην πρώτη δίνεται η ημερομηνία της αναχώρησης για ένα προορισμό, και στην δεύτερη εξυπονοείται η ημερομηνία της άφιξης σε ένα μέρος. Αλλά αυτή η υπόθεση δεν είναι και πολύ καλή. Γιατί σύμφωνα με τον Σανούδο και το «Χρονικό της Μπολόνια» οι Τούρκοι έφτασαν στο Νεγροπόντε στις 15 (σ.τ.μ.: του Ιουνίου), ενώ σύμφωνα με τη Γαλλική διήγηση αυτοί (σ.τ.μ.: οι Οθωμανοί) αφίχθηκαν μόνο στην Σκύρο αυτή την μέρα και δεν έφτασαν στην Εύβοια πριν από τις 25 του μηνός. Ωστόσο, θα πρέπει να αποδεχτούμε τις χρονολογίες των δύο πρώτων αυθεντικών πηγών. Έτσι λοιπόν, η Ίμβρος δέχτηκε επίθεση στις 5, η Λήμνος στις 8, η Σκύρος στις 10, και (σ.τ.μ.: οι Οθωμανοί) έφθασαν στο Νεγροπόντε στις 15 του μηνός. (Σ.τ.μ.: Το αναφερόμενο ως «Πολύκαστρο» μάλλον είναι μία άστοχη παραλλαγή του «Παλαιόκαστρου», όπως ήταν η παλαιά ονομασία της Μύρινας με το μεσαιωνικό φρούριο, της σημερινής πρωτεύουσας της Λήμνου).
[7] Σύμφωνα με τον Σανούδο, η γραμμή πλεύσης των Τουρκικών σκαφών εκτείνονταν από έξι έως οκτώ μίλια. [Σ.τ.μ.: Σε αυτό το σημείο της μεταφραστικής του απόδοσης, ο J. B. Bury παρασύρεται και από την εσφαλμένη συναφή καταγραφή στο «Χρονικό της Μπολόνια», παραθέτοντας ότι ο Τουρκικός στόλος αγκυροβόλησε στη «Γέφυρα του Αγίου Μάρκου», εξυπονοώντας τη γέφυρα του πορθμού του Ευρίπου. ‘Όμως τόσο από την Ελληνική εκδοχή του χειρόγραφου του Τζάκοπο ντελλά Καστελάνα, όσο περισσότερο από άλλα δύο πιο αξιόπιστα χρονικά της άλωσης του Νεγροπόντε, τεκμαίρεται ότι η ναυτική δύναμη των Οθωμανών δεν πέρασε από τον δίαυλο στην άκρη της χερσονήσου της σημερινής Αγίας Μαρίνας, ο οποίος τότε επονομάζονταν «στενό του Αγίου Μάρκου (stretto di San Marco)», αλλά τα πλοία τους ναυλοχούσαν στην ευρύτερη περιοχή του όρμου του Αγίου Στεφάνου. Ο δε χαρακτηρισμός «κολόνες του προλεχθέντος μέρους», δεν δύναται να συσχετιστεί στην γνωστή μεσαιωνική τοπογραφία της Χαλκίδας και εκτιμάται ότι οφείλεται σε μία μεταφορική παρερμηνεία εκ του πρωτοτύπου].
[8] Ήταν μία γέφυρα από παλανταρίες. Ο Ναβαγκέρο αναφέρει «Και μετά είχαν … έκανε να σύρουν στην ξηρά για τρία μίλια σαράντα πέντε σκαριά από παλανταρίες, πάνω στα οποία κατασκευάστηκε μία γέφυρα». Η έκφραση «να σύρουν στη ξηρά», σημαίνει ότι (σ.τ.μ.: ο σουλτάνος) τις είχε τραβήξει κατά μήκος της Βοιωτικής ακτής για τρία μίλια, σε σύγκριση με την (σ.τ.μ.: παρόμοια) επιχείρηση στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης στα 1453. [Σ.τ.μ.: Σε αυτή την σημείωση του J. B. Bury συγχωνεύονται παραπλανητικά δύο ξεχωριστές γεφυρώσεις δημιουργημένες με τη συνένωση πλοίων, που πραγματοποιήθηκαν κατόπιν εντολών του Μωάμεθ Β’, κατά την διάρκεια της πολιορκίας του Νεγροπόντε. Όπως αναφέρεται ξεκάθαρα στο χρονικό του Τζιοβάν Μαρία Αντζολέλο (Giovan Maria Angiolello), η πρώτη πλωτή γέφυρα κατασκευάστηκε στον θαλάσσιο δίαυλο στην άκρη της χερσονήσου της Αγίας Μαρίνας («στενό του Αγίου Μάρκου»), από τον οποίο βαίνει σήμερα η υψηλή καλωδιωτή γέφυρα. Από αυτή την ζεύξη πέρασε στην νήσο ο κύριος όγκος του Οθωμανικού χερσαίου στρατεύματος στις 18 (και όχι στις 25) Ιουνίου 1470. Η δεύτερη γεφύρωση επιτελέστηκε στον βόρειο λιμένα της Χαλκίδας, περίπου από το ύψος του λεγόμενου «Κόκκινου Σπιτιού» (περιοχή της μεσαιωνικής γυναικείας μονής της Αγίας Κλάρας) έως την απέναντι Βοιωτική ακτή στις αρχές Ιουλίου 1470. Σε αυτή την περίπτωση χρησιμοποιήθηκαν πλοία, τα οποία εφελκύστηκαν στην ξηρά κατά μήκος του εγκάρσιου άξονα όρμος Αγίου Στεφάνου – παραλία Λιανής Άμμου και όχι από την πλευρά της ηπειρωτικής ακτογραμμής, όπως θεωρεί ο J. B. Bury].
[9] Ως «bastian» αποκαλείται ο «πασάς (bassa)» τόσο από τον Σανούδο, όσο και το «Χρονικό της Μπολόνια», στο όποιο αναφέρεται ότι μόνο το μισό από το στράτευμα πέρασε στη νήσο.
[10] Σ.τ.μ.: Η μεσαιωνική τοποθεσία «Φόρκε (ή Φούρκα)» ταυτίζεται με τον σημερινό λόφο του κάστρου του Καραμπαμπά. Η ονομασία ετυμολογείται από την Ιταλική λέξη «Forca», σημαίνοντας «αγχόνη, κρεμάλα, δίκρανο, διχάλα». Η δεύτερη ονομασία «Gibbet», που παραθέτει ο J. B. Bury, μεταφράζεται επίσης ως «αγχόνη». Άρα λοιπόν, μπορούμε εύλογα να υποθέσουμε, ότι κατά την διάρκεια της Λατινοκρατίας στον υπόψη λόφο βρίσκονταν το ικρίωμα, για τους απαγχονισμούς των καταδικασμένων εγκληματιών με την ποινή του θανάτου.
[11] Σ.τ.μ.: Στην Ελληνική εκδοχή του χειρόγραφου του Τζάκοπο ντελλά Καστελάνα, παρατίθεται κάπως υπερβολικά ότι στο συγκεκριμένο μέρος είχαν ταχθεί τριάντα «θανατηφόρα», που εξομοιώνονται από τον Γιάννη Γκίκα με τις «βομβάρδες». Όμως, ουσιαστικά προέρχεται από την κυριολεκτική μετάφραση των Ιταλικού ιδιωματικών όρων «mortere» ή «mortare», οι οποίοι καταγράφονται στα μεσαιωνικά χειρόγραφα και χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν τον όλμο, κυρίως μεγάλου διαμετρήματος, όπως άλλωστε είναι γνωστός ο συγκεκριμένος τύπος όπλου και στην διεθνή στρατιωτική ορολογία («mortar»).
[12] Αυτό σημαίνει το μοναστήρι («καλογήρως», ένας μοναχός). Στο «Χρονικό της Μπολόνια» αναφέρεται: «Και ο πασάς αυτού έβαλε το περίπτερο του στον Άγιο Φραγκίσκο, και το κατάλυμα του γιού του στήθηκε στον Άγιο Φραγκίσκο». Ενώ ο Σανούδο σημειώνει: «ο πασάς στον Άγιο Φραγκίσκο και ο γιός του αυθέντη στην Καλογραία (Callogrea)». [Σ.τ.μ.: Όπως γίνεται αντιληπτό, οι μαρτυρίες διίστανται σχετικά με το μέρος που είχε στηθεί η σκηνή του γιού του Μωάμεθ. Ο αναφερόμενος «Άγιος Φραγκίσκος» ήταν μοναστήρι των Φραγκισκανών μοναχών, που βρίσκονταν σύμφωνα με τις αποχρώσες ενδείξεις, περί τη θέση του σημερινού μητροπολιτικού ναού του Αγίου Δημητρίου. Ωστόσο, η αντίστοιχη τοπογραφική ταύτιση της «Καλογραίας» είναι αρκούντως προβληματική. Ο Γιάννης Γκίκας διατυπώνει την άποψη ότι πρόκειται για το λόφο του Βελημπαμπά (Δεξαμενής), καθώς όπως ισχυρίζεται την μεσαιωνική περίοδο υπήρχε εκεί ένα γυναικείο μοναστήρι της Θεοτόκου, πλην όμως η παρουσία αυτού του εκκλησιαστικού ιδρύματος δεν επιβεβαιώνεται μέσα από τις ιστορικές, αρχειακές και εικονογραφικές πηγές. Ο ίδιος μνημονεύει και τις ονομαστικές παραλλαγές της επίμαχης τοποθεσίας ως «Καλορίζα», «Καλογρέτα» και «Φαλεγκρίζα». Αντίθετα, μία πιο αληθοφανής εκδοχή στοιχειοθετείται από την εξέταση του τοπογραφικού στρατιωτικού χάρτη της περιοχής, όπου το ύψωμα του δυτικού σκέλους της λοφοσειράς του Βαθροβουνίου (ακρόπολη αρχαίας Χαλκίδας), φέρει το διαφωτιστικό τοπωνύμιο «Καλογρίτσα». Επίσης, με αυτή την ονομασία επισημαίνεται σε διάφορα πολεοδομικά σχεδιαγράμματα, η βόρεια παρυφή του προαναφερθέντος υψώματος, ενώ στην Ευβοϊκή Εγκυκλοπαίδεια ως «Καλογερίτσα» προσδιορίζεται το ίδιο μέρος στα ανατολικά από τις σωζόμενες καμάρες του Οθωμανικού υδραγωγείου. Με βάση λοιπόν τα αδιάσειστα τοπογραφικά δεδομένα, εκτιμάται ότι η μεσαιωνική τοποθεσία «Καλογραία» δύναται να ταυτιστεί με το ύψωμα «Καλογρίτσα» ή «Καλογερίτσα» Βαθροβουνίου, μία εκδοχή που συνάδει περισσότερο με τις χωροταξικές πληροφορίες των χρονικών της άλωσης του Νεγροπόντε].
[13] Η Εβραϊκή συνοικία (που αποκαλείται παρακάτω και ως Τζούντε (Judde), στα Ιταλικά Ζοέκα ή Ζουέκα (Zoecca or Zuecca) στα Ιταλικά) βρίσκονταν στη νότια πλευρά του «Κάστρου», βόρεια της οποίας κείτονταν και ακόμα κείτεται η υπόλοιπη πόλη. Το «Χρονικό της Μπολόνια» δίνει τον αριθμό αυτών των τελευταίων αναφερόμενων βομβάρδων: «Και στην ενδοχώρα είχαν δέκα βομβάρδες, που έβαλαν συνεχώς προς τον Βούρκο (Burchio) και την Εβραϊκή συνοικία (Zoecca)». [Σ.τ.μ.: Το τοπωνύμιο «Φουρνάκι» ή «Φορνάκι» παραμένει αταύτιστο, ενώ η Ιταλική λέξη «Fornaces» μεταφράζεται ως «Καμίνια, Κλίβανοι, Φούρνοι». Ο Γιάννης Γκίκας αναφέρει αόριστα ότι ήταν η περιοχή έξω από το κάστρο – φρούριο της Χαλκίδας. Ωστόσο, από την κατεύθυνση βολής και τους στόχους των βομβάρδων, που ήταν ταγμένες εκεί, είναι αρκετά πιθανό η διαλαμβανόμενη τοποθεσία να εντοπίζονταν στο μέρος των εγκαταστάσεων του εργοστασίου συρματουργίας Δάριγκ. Επίσης, στη Γαλλική διήγηση το τοπωνύμιο «Burchio (Βούρκος)», είναι δυσνόητο για τον κειμενογράφο και μεταφέρεται από αυτόν ως «Burg (καστροπολιτεία, οχυρωμένη κώμη)»].
[14] Σύμφωνα με το «Χρονικό της Μπολόνια» (σ.τ.μ.: αυτή η ενέργεια έγινε) στις 25 του Ιουνίου, ενώ ο Σανούδο παραθέτει ότι εκείνη την ημέρα επίσης έλαβε χώρα και η πρώτη μάχη. (Σ.τ.μ.: Στην Ελληνική εκδοχή του χειρόγραφου του Τζάκοπο ντελλά Καστελάνα, η συγκεκριμένη Τουρκική δύναμη ανέρχεται στους 3.000 ιππείς).
[15] Όπως καταγράφεται στο «Χρονικό της Μπολόνια» (σ.τ.μ.: δεν φόνευσαν) «τους νεαρούς κάτω από δεκαπέντε χρονών».
[16] Σύμφωνα με το «Χρονικό της Μπολόνια», (σ.τ.μ.: οι Οθωμανοί νεκροί έφθασαν τους) 14.000.
[17] Σύμφωνα με τον Σανούδο και το «Χρονικό της Μπολόνια» αυτή η μάχη διεξήχθη στις 30 Ιουνίου.
[18] Στο «Χρονικό της Μπολόνια» αναφέρονται μόνο 16.000 (σ.τ.μ.: πεσόντες Οθωμανοί), ενώ ο Σανούδο δίνει μόνο 16.000 (σ.τ.μ.: νεκρούς) σαν το σύνολο των σκοτωμένων σε αμφότερες πρώτη και δεύτερη μάχες. Επίσης κατά τον Σανούδο και το «Χρονικό της Μπολόνια» βυθίστηκαν τριάντα Τουρκικές γαλέρες.
[19] Σύμφωνα με τον Σανούδο και το «Χρονικό της Μπολόνια» αυτή η μάχη διενεργήθηκε στις 5 Ιουλίου. Ως προς τον αριθμό των σκοτωμένων ο Σανούδο εδώ συμφωνεί με την Γαλλική αφήγηση, αλλά το «Χρονικό της Μπολόνια» τους ανεβάζει σε περισσότερους από 15.000 (σ.τ.μ.: νεκρούς).
[20] Σύμφωνα με τον Σανούδο και το «Χρονικό της Μπολόνια», η τέταρτη μάχη έλαβε χώρα στις 8 Ιουλίου. Στο δεύτερο αναφέρεται ότι φονεύθηκαν 4.000 (σ.τ.μ.: Οθωμανοί), ενώ ο πρώτος κάνει λόγο για 15.000 (σ.τ.μ.: νεκρούς).
[21] Πρόκειται για τον Τομμάσο Σκιάβο (Tommaso Schiavo), τον «αρχηγό του πεζικού (fanteria) των Βενετσιάνων». Κατά τον Σανούδο, η ανακάλυψη της προδοσίας του πραγματοποιήθηκε στις 5 Ιουλίου, όμως το «Χρονικό της Μπολόνια» συμφωνεί με την Γαλλική διήγηση ότι αυτή αποκαλύφθηκε την ημέρα της τέταρτης μάχης, (σ.τ.μ.: ενώ στην Ελληνική εκδοχή του χειρόγραφου του Τζάκοπο ντελλά Καστελάνα, η μηχανογραφία έγινε αντιληπτή ενόσω διεξάγονταν η δεύτερη μάχη στις 8 του μηνός). Επίσης, δεν ήταν «η σύζυγος του» που συντέλεσε στην ανακάλυψη της, αλλά ήταν μία ηλικιωμένη γυναίκα, (σ.τ.μ.: όπως επισημαίνεται) τόσο από τον Σανούδο («una femina vecchia»), όσο και από το «Χρονικό της Μπολόνια» («una donna antica»). Το λάθος πιθανόν έγκειται στο Γάλλο μεταφραστή, που ερμήνευσε τη λέξη «feminam» (σ.τ.μ.: στο πρωτότυπο κείμενο) με τη σημασία της «συζύγου», όμως προορίζονταν για (σ.τ.μ.: την ανθρωπολογική έννοια της) «γυναίκας». Όσο για την μοίρα του προδότη, στο «Χρονικό της Μπολόνια» δηλώνεται: «αυτός ο Τομμάσο κατακρεουργήθηκε από τα χέρια του κυρίου Αλοΐσιο Ντολφίνο (Messire Aloisio Dolfino), μαζί με όλους εκείνους που βρέθηκαν αναμεμειγμένοι στην εν λόγω συμφωνία, οι οποίοι ήταν δώδεκα άνδρες». Άρα λοιπόν, οι συνεργοί του ήταν δώδεκα. Τότε ο Τομμάσο «κρεμάστηκε από τα πόδια στο μπαλκόνι του μεγάρου του βάϊλου».
[22] Ο Σανούδο παραθέτει ότι στις 11 (σ.τ.μ.: του μηνός) οι Τούρκοι επιτέθηκαν στο διαρρηγμένο τείχος «από την πλευρά του Προαστίου (Borgo) της Εβραϊκής συνοικίας (Zuecca), και με 10 βομβάρδες έβαλλαν εναντίον του μέρους, κάνοντας να γεμίσουν οι τάφροι». Το «Χρονικό της Μπολόνια» καθορίζει την ώρα της επίθεσης στις 02:00 ώρα μετά τα μεσάνυχτα, την ίδια στιγμή που η Γαλλική αφήγηση προσδιορίζει για την επίθεση τη 12η μέρα. Η είσοδος στην πόλη τη 12η ημέρα καθορίζεται από το «Χρονικό της Μπολόνια» στις 14:00 ώρα μετά το μεσημέρι, στο οποίο εναρμονίζεται επαρκώς η δήλωση του Σανούδο, ότι στις δύο η ώρα «οι Τούρκοι έδωσαν τη μεγάλη τους μάχη και γενικά εισχώρησαν στο μέρος». Η Γαλλική διήγηση έχει επισπεύσει και συγχωνεύσει σε ένα συμβάν τα γεγονότα της 11ης και της 12ηςημέρας, για τα οποία το «Χρονικό της Μπολόνια» και ο Σανούδο είναι σύμφωνοι. [Σ.τ.μ.: Από τις παραπάνω επισημάνσεις του J. B. Bury επί των συγκεκριμένων πηγών, συνάγεται ότι η τελική επίθεση των Οθωμανών ξεκίνησε την 02:00 ώρα την 12 Ιουλίου 1470 στην κατεύθυνση της Εβραϊκής συνοικίας, που καταλάμβανε το νότιο τμήμα της καστροπολιτείας του Νεγροπόντε, και συνεπώς εναντίον του οχυρώματος του Βούρκου (rivellino del Burchio), ενώ ο εχθρός κατάφερε να αλώσει την πόλη την 14:00 ώρα της ίδιας ημέρας. Επιπλέον, εξακολουθεί να επικρατεί μία σύγχυση σχετικά με την παρερμηνεία του τοπωνυμίου «Burchio (Βούρκος)», κατά την μεταφραστική αντιγραφή του από τα πρωτότυπα χειρόγραφα της πολιορκίας του Νεγροπόντε, καθώς μετεγγράφεται στην Γαλλική διήγηση ως «Burg (καστροπολιτεία, οχυρωμένη κώμη)», με την ασάφεια να επιτείνεται περαιτέρω από τον μεταγενέστερο Μαρίνο Σανούδο τον νεότερο, που το εξομοιώνει εντελώς παραπλανητικά με το «Borgo (Προάστιο)»].
[23] Σύμφωνα με το «Χρονικό της Μπολόνια», αυτό το γέμισμα των τάφρων έλαβε χώρα την 11η (σ.τ.μ.: ημέρα του Ιουλίου): «και έκανε να γεμίσουν οι τάφροι με βαρέλια, με μεγάλες ποσότητες νεκρών σωμάτων και με δεμάτια (σ.τ.μ.: από ξύλα), έτσι ώστε με αυτόν τον τρόπο να υπερβούν τα διαρρηγμένα τείχη της πόλης».
[24] Ο Ναβαγκέρο μνημονεύει ότι πριν την τελική εφόρμηση και επιτυχία στις 12 Ιουλίου, ο σουλτάνος γνωστοποίησε στο στράτευμα την αγανάκτηση του, για τη σπατάλη τόσων πολλών ημερών στην πολιορκία μίας πόλης: «πρώτα έκανε μία έντονη διαμήνυση κατά του στρατού του, πως τόσες ημέρες παρέμεναν στη κατάκτηση μίας και μόνο πόλης και οι άνδρες του αναφωνώντας, απάντησαν να διατάξει να κόψουν σε κομμάτια τα σώματα τους, με τα οποία να κάνουν μία γέφυρα για να περάσει μέσα στην πόλη». Κατά την διάρκεια της πολιορκίας ο Μωάμεθ έκανε προτάσεις στον βάϊλο, προσφέροντας πολύ ευνοϊκούς όρους, και μεγάλες ανταμοιβές για τον ίδιο (σ.τ.μ.: και το Νεγροπόντε), όπως «απαλλαγή της πόλης από το χαράτσι για δέκα χρόνια».
[25] Ο βάϊλος μαζί με λίγους άλλους, υποχώρησαν μέσα στην καστροπολιτεία αφού αντέταξαν γενναία άμυνα, αλλά (σ.τ.μ.: ο ίδιος) ενέδωσε όταν ο Μωάμεθ υποσχέθηκε ότι το κεφάλι του θα ήταν ασφαλές, «θα διέσωζε το κεφάλι του». Όμως, ο Μωάμεθ πρόσταξε αυτός να κοπεί στα δύο, και ως εκ τούτου δεν παραβιάζονταν η υπόσχεση του, απλά το σώμα του δεν θα ήταν σώο. Αυτό παρατίθεται από τον Ναβαγκέρο, ο οποίος περιγράφει τις εκτελέσεις: «για τους άλλους που παρέμεναν ζωντανοί, ο αυθέντης διακήρυξε την ποινή του παλουκώματος για όλους όσους είχαν παρουσιαστεί. Και κατά δεύτερον, όσους έφερναν έπειτα σε αυτόν πρόσταζε να κόψουν τα κεφάλια τους, έτσι ώστε από αυτή την εξαλλοσύνη και την έξαψη, δεν θα είχε καμία μοίρα το κεφάλι οποιουδήποτε σε αυτό το πεδίο, εκτός από πολύ λίγους που διασώθηκαν με εξαιρετικό κίνδυνο των σωτήρων τους». Οι πιο σημαντικοί από τους φονευθέντες ήταν ο βάϊλος Πάολο Ερίτζο (Paolo Erizzo), ο Λεονάρντο Κάλμπο (Lionardo Calbo) και ο Τζιοβάννι Μποντινιάκο (Giovanni Bondiniaco). Το «Χρονικό της Μπολόνια» μετατρέπει εσφαλμένα τον Ερίτζο ως εκλεγμένο βάϊλο και τον Κάλμπο ως βάϊλο εν υπηρεσία.
[26] Κατά το «Χρονικό της Μπολόνια», αυτό έλαβε χώρα στις 15 Ιουλίου, και σύμφωνα με την ίδια αυθεντική πηγή στην πόλη βρήκαν τον θάνατο 35.000 Τούρκοι, έτσι λοιπόν το άθροισμα των Τούρκων που σκοτώθηκαν και με την πέμπτη μάχη ήταν 77.000 (83.000;), ενώ είχαν φονευθεί 6.000 Χριστιανοί. Αυτά τα νούμερα συμφωνούν με τις δηλώσεις του Σανούδο.
[27] Η πολιτική απραξίας του καπετάνιου του Βενετσιάνικου στόλου, Νικολό ντα Κανάλε (Nicolo da Canale), επικρίνεται από όλους τους συγγραφείς. Οι πολιορκημένοι ζούσαν με την διαρκή ελπίδα (σ.τ.μ.: για βοήθεια), λέει ο Ναβαγκέρο: «ότι ο στρατηγός με τον πολύ μεγάλο και ισχυρό στρατό του, ο οποίος ήταν στην Κόρινθο (Corinto), σε κοντινό τόπο, για να συναντήσει το Τουρκικό στράτευμα, έχοντας την ευχέρεια οι άνδρες να καταστρέψουν την γέφυρα, να επιβληθούν στους Τούρκους στο νησί και να καταβάλουν την πολιορκία τους, που δεν θα ήταν πλέον σταθερή. Ο δε στρατηγός, αν και δέχτηκε συστάσεις από όλους τους αρχηγούς της αρμάδας και παρακινήθηκε να καταστεί πιο αποτελεσματικός, αφού είχε δει τα συνεχή σήματα από την πόλη, που ζητούσαν βοήθεια, εκείνος δεν ήθελε να μετακινηθούν, λέγοντας ότι έπρεπε να περιμένουν να αυξηθεί η αρμάδα τους, από πολλά πλοία που θα αποστέλλονταν ως ενισχύσεις από την Κρήτη». Η συμπεριφορά του φαίνεται αρκετά ανεξήγητη. Ο Σανούδο λέει ότι κατακρίθηκε πάρα πολύ στην Βενετία, γιατί δεν επιτέθηκε στην (σ.τ.μ.: πλωτή Οθωμανική) γέφυρα με τις παλανταρίες. Ωστόσο, (σ.τ.μ.: ο ντα Κανάλε) επανήλθε την τελευταία στιγμή όταν ήταν πλέον αργά. Ο Ναβαγκέρο επισημαίνει σχετικά: «και ο στρατηγός έφτασε αργά για να καταστρέψει τη γέφυρα, και βλέποντας την απώλεια της πόλης, επέστρεψε στην Κρήτη». Επίσης, το «Χρονικό της Μπολόνια» αναφέρεται στη δήλωση ότι ο στόλος των Βενετσιάνων βρίσκονταν στο σημείο της Σάντα Κλάρα στο Νεγροπόντε με σαράντα πέντε γαλέρες και επτά μεγάλα πλοία για να συνδράμει την πόλη, αλλά δεν έκαναν τίποτα ως συνέπεια των Τουρκικών βομβάρδων και αποσύρθηκαν για να προστατέψουν το Ναύπλιο, την (σ.τ.μ.: αποκαλούμενη) Νάπολη της Ρωμανίας (Napoli di Romania). Ο ντα Κανάλε εξορίστηκε ισόβια στο Φρίουλι (Friuli), ως τιμωρία για τα σφάλματα του. [Σ.τ.μ.: Παραδόξως, ο Αντρέα Ναβαγκέρο (1483 – 1529) επονομάζει την πόλη του Νεγροπόντε εντελώς λανθασμένα ως «Κόρινθο (Corinto)». Αυτή η ανεξήγητη μετονομασία χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα και από τον φημισμένο Ιταλό συνθέτη Gioachino Antonio Rossini (1792 – 1868) στην όπερα του «Η πολιορκία της Κορίνθου (L’assedio di Corinto)», η οποία ουσιαστικά πραγματεύεται τα γεγονότα της πολιορκίας του Νεγροπόντε από τον σουλτάνο Μωάμεθ Β’ στα 1470].
[28] Σ.τ.μ.: Σύμφωνα με τον J. B. Bury η νήσος «Schiacto» αντιστοιχεί στη Χίο, μία άποψη που δεν φαίνεται να είναι σωστή, καθώς με αυτή την ονομασία επισημαίνεται η Σκιάθος στους παλαιούς πορτολάνους. Επίσης, το τοπωνύμιο «Λαφακτιλέο (lafactileo)» παραμένει αδιευκρίνιστο, αν και ο Ιρλανδός ιστορικός τη αποδίδει με ερωτηματικό σε ένα νησί με την ονομασία «Πετάλι (Petali)», που ίσως να ανταποκρίνεται στο στους Πεταλίους νήσους απέναντι από το Μαρμάρι Καρύστου, ενώ την τοποθεσία «Φικάλλο (Ficallo)» την ταυτίζει με τον Πτελεό Μαγνησίας, ο οποίος από ορισμένους ξένους χαρτογράφους καταγράφεται ως «Fitelleo».
[29] Σ.τ.μ.: Ο J. B. Bury μας πληροφορεί ότι το καστέλι στον πορθμό του Ευρίπου έφερε την ιδιαίτερη ονομασία «Σάντα Μαρία ντε Κατζονέλλι», χωρίς όμως να διευκρινίζει την προέλευση της.
square.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου