Του Γ.Λόη.
Ένα συναρπαστικό ταξίδι στην ιστορία του άγνωστου μεσαιωνικού κάστρου των Ψαχνών. Γιατί το έχτισαν, ποιοι το χρησιμοποίησαν, ποιος ήταν ο ρόλος του στην επανάσταση του 1821. Η περιγραφή των σωζόμενων οχυρώσεων του, σε πρώτη δημοσίευση
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
1. «Οχυρώσεις στην Εύβοια» – Θεόδωρος Σκούρας – Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών – Τομος Κ’ (σελίδες 393 – 394) – 1975.
2. «Τοπογραφικά προβλήματα της μεσαιωνικής Εύβοιας» – Δημήτριος Τριανταφυλλόπουλος – Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών – Τόμος ΙΘ’ (σελίδες 218 – 219) – 1974.
3. «Negroponte. Untersuchungen zur Topographie und Siedlungsgeschichte der Insel Euboia während der Zeit der Venezianerherrschaft » – (σελίδες 30 – 31, 67, 97 και 100) – Johannes Koder – Wien – 1973.
4. «Η Ευβοϊκή Μεσσαπία» – (σελίδες 47, 104 και 146) – Λεωνίδα Παπακωνσταντίνου – Αθήνα – 1972.
5.«Η αποκάλυψη των φυσικών και ιστορικών θησαυρών της Εύβοιας» – (σελίδες 180 – 181) – Αλέξανδρου Καλέμη – Εκδόσεις «Κίνητρο» – Αθήνα – 2002.
Ενδεικτικές Ιστοσελίδες – Ιστότοποι
1. http://www.kastra.eu / Καστρί Ψαχνών.
2. http://psahnaevia.blogspot.gr / Ιστορία Ψαχνών – Καστρί.
3. http://messapia.pblogs.gr / Ευβοϊκή Μεσσαπία / Ετυμολογικά και Ιστορικά.
4. http://tsoutsouneros.arvanitis.eu / Στην μνήμη Αγγελή Γοβιού και Κώτσου Δημητρίου.
5. http://dirfyakanea.blogspot.gr / Κώτσος Δημητρίου ο Αρβανίτης.
Ένα συναρπαστικό ταξίδι στην ιστορία του άγνωστου μεσαιωνικού κάστρου των Ψαχνών. Γιατί το έχτισαν, ποιοι το χρησιμοποίησαν, ποιος ήταν ο ρόλος του στην επανάσταση του 1821. Η περιγραφή των σωζόμενων οχυρώσεων του, σε πρώτη δημοσίευση
Ένα άγνωστο κάστρο, άρρηκτα συνδεδεμένο με το πολυσύνθετο παρελθόν της Εύβοιας
Στο άκουσμα της πληροφορίας πως υπήρχε ένα μεσαιωνικό φρούριο στην περιοχή των Ψαχνών Ευβοίας, είναι απόλυτα δικαιολογημένο οι περισσότεροι να παραξενεύονται, αφού παραμένει άγνωστο στο ευρύ κοινό.
Ελάχιστοι είναι εκείνοι που επισκέπτονται την τοποθεσία, κυρίως κυνηγοί και βοσκοί, αλλά και κάποιοι μεμονωμένοι περιηγητές, υποκινούμενοι από την αγάπη για την ιστορία και τα μνημεία του τόπου τους. Δεν πρόκειται για ένα οργανωμένο αρχαιολογικό χώρο, ούτε τα σωζόμενα ερείπια των οχυρώσεων συνιστούν ένα εντυπωσιακό θέαμα, όμως σίγουρα αξίζει να τύχει μεγαλύτερης προβολής, καθώς συνδέεται άρρηκτα με το πολυσύνθετο παρελθόν της Εύβοιας. Έτσι λοιπόν, στο παρόν άρθρο θα επιχειρηθεί μία απόπειρα διερεύνησης του, η οποία μπορεί να αποδειχθεί αρκετά ενδιαφέρουσα, παρά τα σχετικά περιορισμένα βιβλιογραφικά δεδομένα.
Η θέση του κάστρου των Ψαχνών σε δορυφορική αποτύπωση της περιοχής, με το ευκολότερο δρομολόγιο πρόσβασης. Στην τοποθεσία «Παλαιοψαχνά» βρίσκονταν ο μεσαιωνικός οικισμός των Ψαχνών.
Που βρίσκεται το κάστρο
Το κάστρο των Ψαχνών βρίσκεται στο πλάτωμα της κορυφής του λόφου «Καστρί» με υψόμετρο 273 μέτρα[1] και σε απόσταση 2,5 χιλιομέτρων σε ευθεία γραμμή, βορείως των παρυφών της σύγχρονης κωμόπολης.
Ουσιαστικά το ίδιο το τοπωνύμιο προδίδει την παρουσία μίας οχύρωσης επί του υψώματος. Η ευκολότερη πρόσβαση γίνεται ακολουθώντας την επαρχιακή οδό Ψαχνών – Κοντοδεσπότι. Στην μέση περίπου της διαδρομής, ο δρόμος διασταυρώνεται με ένα βατό χωματόδρομο στα δεξιά, μήκους 850 μέτρων, ο οποίος με την σειρά του καταλήγει σε ένα κάθετο χωματόδρομο, παραβλέποντας δύο διακλαδώσεις. Σε εκείνο το σημείο κατευθυνόμαστε αριστερά και μετά από 65 μέτρασυναντάμε το μονοπάτι που οδηγεί στο άνοιγμα της πύλης του κάστρου μέσα από ένα μικρό ελαιώνα, διανύοντας μία απόσταση 280 μέτρων, ενώ η εδαφική έξαρση της κορυφής είναι πλέον καθαρά ορατή. Όμως, πριν προχωρήσουμε στην σκιαγράφηση των διακρινόμενων οχυρώσεων, κρίνεται σκόπιμο να αναζητήσουμε τα αίτια της ανέγερσης του φρουρίου μέσα από μία σύντομη αναδρομή στην ιστορία του τόπου.
Ο ερειπωμένος μεσαιωνικός πύργος στην πεδιάδα των Ψαχνών.
Αναδρομή στο παρελθόν της περιοχής
Κατά την αρχαιότητα ο τωρινός πολεοδομικός τομέας των Ψαχνών δεν ήταν κατοικημένη περιοχή.
Ένας οικισμός υπήρχε λίγο ανατολικότερα, στην «Κουλουριάδα», ένα τοπωνύμιο που θα μας απασχολήσει ετυμολογικά στην συνέχεια. Το κυρίως αστικό κέντρο είχε ανθίσει περίπου δύο χιλιόμετρα πιο νότια, γύρω από τον λόφο του Προφήτη Ηλία, ο οποίος επιστέφονταν από την ακρόπολη της αρχαίας πόλης, που σύμφωνα με μία εκδοχή ονομάζονταν «Μεσσαπία»[2]. Η κατοίκηση της τοποθεσίας ξεκινά από την Υστεροελλαδική εποχή και εξακολουθεί διαχρονικά τουλάχιστον έως και τη Μεσοβυζαντινή περίοδο. Η αρχαιολογική έρευνα έχει εντοπίσει πλήθος από αρχαία κεραμικά όστρακα διαφόρων χρονολογιών, ίχνη τριών οχυρωματικών περιβόλων και θεμελιώσεων κτιρίων, ενώ στην θέση της υφιστάμενης εκκλησίας στην κορυφή του λόφου, φέρεται να προϋπήρχε αρχαίος ναός, πιθανόν ιωνικού ρυθμού.
Ο πύργος στην πεδιάδα των Ψαχνών βρίσκεται 300 μέτρα δυτικά του υψώματος του Προφήτη Ηλία, δίπλα στον αγροτικό δρόμο που οδηγεί στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής.
Ο πύργος στην πεδιάδα των Ψαχνών
Η αρχαία πόλη φαίνεται ότι εκτείνονταν μέχρι το πεδινό μέρος του ερειπωμένου μεσαιωνικού πύργου στα δυτικά, όπου κοντά του έχει ανακαλυφθεί ένας τάφος της Κλασσικής εποχής και τα λείψανα μίας παλαιοχριστιανικής βασιλικής.
Ο τετράγωνος πύργος θεωρείται σαν ένας από τους παλαιότερους της Εύβοιας και ανάγεται στο πρώτο μισό του 13ουαιώνα. Είχε οριζόντιες διαστάσεις 6,20 Χ 6,20 μέτρα, αλλά δυστυχώς διασώζεται μόνο η βάση του και τμήματα των τοιχωμάτων του ισογείου ορόφου. Η λιθοδομή του είναι η αντιπροσωπευτική της μεσαιωνικής περιόδου, αποτελούμενη από πέτρες μεσαίου μεγέθους συναρμοσμένες με κονίαμα και με την τοποθέτηση κεραμικών στοιχείων στα ενδιάμεσα κενά, ενώ στο κάτω μέρος έχουν χρησιμοποιηθεί τετραγωνισμένοι δόμοι και κάποια αρχιτεκτονικά μέλη, που προφανώς ανήκαν σε κάποιο παρακείμενο αρχαιοελληνικό κτίσμα.
Σωζόμενο τμήμα των βόρειων τειχών του κάστρου των Ψαχνών. Πιθανή θέση αμυντικού πύργου.
Η παρουσία του μεσαιωνικού πύργου ως ένδειξη κοντινού άγνωστου οικισμού
Η παρουσία του μεσαιωνικού πύργου στην πεδιάδα των Ψαχνών, αποτελεί μία ένδειξη πως ίσως γύρω του να είχε αναπτυχθεί ένας άγνωστος οικισμός την περίοδο της Λατινοκρατίας, ωστόσο η πλειονότητα των κατοίκων είχε εγκαταλείψει πρωτύτερα την περιοχή της αρχαίας «Μεσσαπίας».
Αυτή η μετακίνηση έγινε για λόγους ασφαλείας και επιβίωσης, πιθανότατα κατά την διάρκεια ή πιο ενδεδειγμένα προς το τέλος του 9ου αιώνα. Εκείνη την περίοδο, είχε οξυνθεί ο πολεμικός ανταγωνισμός μεταξύ των Αράβων και της αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως για την κυριαρχία στην λεκάνη της Μεσογείου θαλάσσης, απειλώντας και τον Ελληνικό χώρο. Οι Σαρακηνοί κατόρθωσαν να καταλάβουν την Κρήτη το χρονικό διάστημα των ετών 823 – 828 και έκτοτε την κατέστησαν ορμητήριο συχνών και μεγάλων επιχειρήσεων εναντίον των νησιών του Αιγαίου πελάγους και των παράλιων αστικών κέντρων, που επλήγησαν απηνώς και λεηλατήθηκαν. Σε διάφορες πρωτογενείς πηγές και κυρίως αγιολογικά κείμενα, περιγράφονται οι εκτεταμένες καταστροφές και το γενικό κλίμα ανασφάλειας των κατοίκων, οι οποίοι τρομοκρατημένοι από τον επερχόμενο κίνδυνο των Αραβικών πειρατικών επιδρομών, αποχωρούσαν από τις εστίες τους και κατέφευγαν σε ασφαλέστερα μεσόγεια μέρη. Μάλιστα, επί αυτοκράτορα Βασιλείου Α’ του Μακεδόνα (867 – 886) στα 880, ο εμίρης της Ταρσού Εσμάν (Yazaman) κατευθύνθηκε στην Εύβοια με τριάντα πλοία και πολιόρκησε την καστροπολιτεία του Ευρίπου (Χαλκίδας). Όμως, αντιμετωπίστηκε με επιτυχία χάρη στην πολεμική προπαρασκευή και την ετοιμότητα του Βυζαντινού στρατηγού του «Θέματος» της Ελλάδας Οινειάτη.
Στις τοποθεσίες των υψωμάτων «Καστρί» και «Παλαιοψαχνά» εντοπίζονται διάφορες συσσωρεύσεις λιθοσωρών, που εκτιμάται ότι ανήκουν σε κτίσματα του μεσαιωνικού οικισμού των Ψαχνών.
Μια κομβική χρονιά στη ζωή της Μεσσαπίας
Ενδεχομένως το έτος 880 να συνιστά μία κομβική χρονολογία για τους κατοίκους της πεδιάδας της «Μεσσαπίας», οι οποίοι βλέποντας ότι οι τρομεροί Σαρακηνοί πειρατές έφτασαν να απειλούν με αξιώσεις ακόμα και την γειτονική πρωτεύουσα πόλη της νήσου, αποφάσισαν να μετοικήσουν σε μία πιο ορεινή και δυσπρόσιτη τοποθεσία.
Εκτιμώντας λοιπόν, πως οι επιδρομές των αλλόπιστων βαρβάρων θα συνεχιστούν και στο μέλλον, απομακρύνθηκαν κατά το δυνατόν περισσότερο από την παραλιακή ζώνη και εγκαταστάθηκαν τέσσερα χιλιόμετρα βορειότερα στο ύψωμα «Παλαιοψαχνά», ενώ στην κορυφή του απέναντι λόφου ανεγέρθηκε το κάστρο, πίσω από τις επάλξεις του οποίου θα μπορούσαν να προφυλαχτούν σε περίπτωση εχθρικής προσβολής[3]. Η νέα τοποθεσία ήταν ιδανική, καθώς εκτός από την ασφάλεια που παρείχε, κείτονταν κοντά στις κτηματικές ιδιοκτησίες τους και έτσι δεν επηρεάστηκε η ακμάζουσα αγροτική οικονομία του τόπου. Σήμερα και στα δύο υψώματα μπορεί κανείς να διακρίνει διάσπαρτες συγκεντρώσεις λιθοσωρών, που μαρτυρούν ανεπιφύλακτα την οικιστική δραστηριότητα κατά την Μεσοβυζαντινή εποχή και μετέπειτα[4].
Η θέα από τα νότια τείχη του κάστρου είναι καταπληκτική. Στην φωτογραφία φαίνονται το πεδινό μέρος των Ψαχνών με την σύγχρονη κωμόπολη, τμήμα του βόρειου Ευβοϊκού κόλπου και στο βάθος του ορίζοντα διακρίνεται η τοποθεσία που σχηματίζεται ο πορθμός του Ευρίπου.
Ο ρόλος του κάστρου στην περιοχή
Βέβαια, ο σκοπός του κάστρου των Ψαχνών δεν ήταν μόνο προστατευτικός για τον τοπικό πληθυσμό.
Είχε επίσης και μεγάλη στρατηγική σημασία, κατά κύριο λόγο εποπτική. Από την δεσπόζουσα θέση του, η παρατήρηση προς τον νότο καθίσταται ευχερέστατη, φθάνοντας μέχρι και τον πορθμό του Ευρίπου. Πάνω από τις επάλξεις του επιτηρείται απόλυτα ολόκληρο το εύρος της κατάληξης του βόρειου Ευβοϊκού κόλπου και ελέγχεται ο παράλιος πεδινός διάδρομος, από τον οποίο διέρχεται ακόμα και σήμερα ο βασικός οδικός άξονας, που συνδέει την Χαλκίδα με τη βόρεια Εύβοια.
Ο μεσαιωνικός πύργος της Τριάδας Ψαχνών. Ορθώνεται πάνω σε χαμηλό γήλοφο, 200 μέτρα βορείως του δημόσιου δρόμου Ψαχνών – Τριάδας και στο μέσο περίπου της διαδρομής.
Η χρήση του κάστρου των Ψαχνών επί Λατινοκρατίας
Με τη Λατινική κατάκτηση της Εύβοιας στα 1205, το φρούριο περνάει στην κατοχή των Λομβαρδών δυναστών, ανήκοντας στην κεντρική βαρωνία (τριτημόριο) της νήσου και κατόπιν περιέρχεται στην επικυριαρχία των Βενετσιάνων.
Οι τελευταίοι αντιλήφθηκαν αμέσως την σπουδαιότητα του και την αξιοποίησαν στο έπακρο. Ανακαίνισαν σχεδόν εκ βάθρων τα τείχη, λίγο μετά τα μέσα του 13ου αιώνα και το ενέταξαν στο σύστημα εγκαίρου προειδοποιήσεως μέσω των πύργων – φρυκτωριών, που είχαν εγκαταστήσει σε επιλεγμένα σημεία στην ενδοχώρα. Στα πλαίσια της υλοποίησης αυτής της τακτικής, το κάστρο είχε άμεση οπτική επαφή με τον πύργο κοντά στο ύψωμα του Προφήτη Ηλία, τον πύργο της Τριάδας[5] και με τον πύργο στα νοτιοανατολικά του χωριού Καμαρίτσα[6], ο οποίος είχε ανταπόκριση με τον πύργο των Πολιτικών.
Ο μεσαιωνικός πύργος της Τριάδας Ψαχνών. Επικοινωνούσε οπτικά με το κάστρο των Ψαχνών, που βρίσκεται 4,5 χιλιόμετρα βορειοδυτικά σε ευθεία γραμμή.
Το φρούριο στα χρόνια του Λικάριου
Στα 1276, ο Ιταλοκαρυστινός ιππότης Λικάριος, μία θρυλική φυσιογνωμία, έχοντας κατορθώσει να ανέλθει στο αξίωμα του Μέγα Δούκα (αρχιναύαρχου των στόλων) της ανασυσταθείσας αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως, προελαύνει ασυγκράτητος στο έδαφος της Εύβοιας, επικεφαλής ισχυρής στρατιωτικής δύναμης.
Στο σαρωτικό πέρασμα του φέρεται να κατέλαβε όλα τα σημαντικά φρούρια του βόρειου και νότιου τμήματος της νήσου, για λογαριασμό του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου (1261 – 1282), καταλύοντας τις κατά τόπους Λατινικές βαρωνίες. Παρ’ όλα αυτά, η πολεμική δραστηριότητα του ανακόπτεται λόγω πολιτικής σκοπιμότητας, καθώς ο Παλαιολόγος αντιμετωπίζοντας πολλά εσωτερικά προβλήματα, σύναψε συμφωνία εκεχειρίας με την Βενετσιάνικη κυβέρνησητο 1277, επιζητώντας παράλληλα να αποκτήσει μία σταθερότητα στο ανοιχτό μέτωπο με τον βασιλιά της Νεάπολης και Σικελίας Κάρολο Α’ τον Ανδεγαυό (1266 – 1285). Στον Λικάριο ανατίθενται άλλες αποστολές στο θέατρο επιχειρήσεων του Αιγαίου πελάγους και το κεντρικό τριτημόριο της Εύβοιας, στο οποίο συμπεριλαμβάνονταν και η περιοχή του κάστρου των Ψαχνών, παραμένει στα χέρια των Λατίνων αυθεντών.
Η κατάσταση μεταβλήθηκε άρδην το Φθινόπωρο του 1279, εξαιτίας της απόφασης του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης να αψηφήσει την προαναφερθείσα συμφωνία και προσαρτήσει στο κράτος του ολόκληρη την Εύβοια. Λαμβάνοντας νέα διαταγή, ο Λικάριος μετά του Βυζαντινού στρατεύματος του, αποβιβάστηκε με άκρα μυστικότητα στον όρμο των Πολιτικών και νίκησε τον Λομβαρδό βαρώνο της νήσου Γυιβέρτο Β’ ντα Βερόνα (1275 – 1279) σε μία σφοδρή μάχη στην τοποθεσία του Βατώντα, στην σημερινή Νέα Αρτάκη. Παρά την επιτυχία του, απέφυγε να πολιορκήσει το Negroponte, όπως είχε μετονομαστεί η Χαλκίδα (Εύριπος), αφού ο Βενετσιάνος βάϊλος Νικολό Μοροζίνι (1278 – 1280) είχε δεχτεί στρατιωτικές ενισχύσεις από την Φράγκικη ηγεμονία της Αργοναυπλίας. Ο Μέγας Δούκας αρκείται στο να θέσει σε ασφυκτικό κλοιό την καστροπολιτεία, κατακτώντας όλες τις επαρχιακές φρουριακές εγκαταστάσεις. Τότε πιθανότατα περιήλθε ξανά στην κυριότητα των Βυζαντινών και το κάστρο των Ψαχνών, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Οι Βενετσιάνοι πρέπει να το ανέκτησαν εντός του 1281, όταν ανέλαβαν μία επιθετική πρωτοβουλία ανακατάληψης των εδαφών της νήσου, φθάνοντας μέχρι το κάστρο της Κλεισούρας[7] στην βόρεια Εύβοια, εκμεταλλευόμενοι την απουσία του Λικάριου σε μία εκστρατεία εναντίον ενός Τουρκομάνου εμίρη στην Μικρά Ασία.
Τμήμα των νότιων τειχών του κάστρου. Διακρίνεται καθαρά η κατασκευή της τοιχοποιίας από ελαφρώς κατεργασμένες πέτρες μεσαίου μεγέθους, προσαρμοσμένες με κονίαμα και με την τοποθέτηση κεραμικών στοιχείων στα ενδιάμεσα κενά, όπως συνηθίζονταν κατά την μεσαιωνική εποχή.
Οι τελευταίες αναλαμπές της Ενετοκρατίας
Η τελευταία πράξη στην ιστορία του κάστρου των Ψαχνών, διαδραματίστηκε λίγο μετά την άλωση της Χαλκιδας από τον Μωάμεθ Β’ (1432 – 1481) τον Πορθητή στις 12 Ιουλίου 1470.
Τα Τουρκικά στρατεύματα επέδραμαν στην Ευβοϊκή ύπαιθρο λεηλατώντας την, επιδιώκοντας ταυτόχρονα να εξαλείψουν κάθε εστία αντίστασης. Ένας από τους αρχικούς στόχους τους ήταν η εύφορη και προσοδοφόρα περιοχή των Ψαχνών. Η Βενετσιάνικη φρουρά του κάστρου, μαζί με τους περίτρομους κατοίκους που είχαν κλειστεί πίσω από τις επάλξεις, εικάζεται ότι παρέταξαν σθεναρή άμυνα απέναντι στον μαινόμενο εχθρό, αλλά τελικά λύγισαν κατόπιν προδοσίας.
Τμήμα των νότιων τειχών του κάστρου, όπου γίνεται αντιληπτό το πάχος τους, που έφτανε το 1,5 μετρό.
Πως μακελεύτηκε το κάστρο από τους γενίτσαρους του Μωάμεθ Β΄
Στην τοπική προφορική παράδοση διασώζονται δύο εκδοχές για την ανέντιμη κυρίευση του.
Η πρώτη αφήγηση, περισσότερο φανταστική, παρουσιάζει ως συνεργό μία περιφρονημένη γριά τσιγγάνα, η οποία παρακινούμενη από το αίσθημα της εκδίκησης και θαμπωμένη από την λάμψη των χρημάτων, οδήγησε κρυφά τους Τούρκους μέσα από υπόγεια περάσματα που γνώριζε και το κάστρο καταλήφθηκε αιφνιδιαστικά.
Στην δεύτερη κάπως πιο αληθοφανή διήγηση, εμφανίζεται και πάλι μία ηλικιωμένη γυναίκα, η οποία απερίσκεπτα αψήφησε τον κίνδυνο και βγήκε από τα τείχη για να προμηθευτεί νερό από την βρύση του «Σαρδέλη». Αναπόφευκτα, τη συνέλαβαν οι Τούρκοι και εκείνη δειλιάζοντας τους είπε ότι αν της χάριζαν την ζωή, θα τους έδειχνε τον τρόπο για να εκπορθήσουν το φρούριο. Οι αλλόπιστοι κατακτητές αποδέχτηκαν φαινομενικά την πρόταση της και μάλιστα υποσχέθηκαν να την ανταμείψουν με χρυσές λίρες. Έτσι λοιπόν, η γριά τους υπέδειξε να τοποθετήσουν μία μεγάλη βομβάρδα στο αντικρινό ύψωμα, που οι ντόπιοι ονομάζουν «Κουκουβάϊζα». Από την τοποθεσία αυτή, Οι Τούρκοι έβαλαν διαρκώς κατά του πιο αδύνατου σημείου της οχύρωσης, δηλαδή των βόρειων τειχών μέχρι που τα ισοπέδωσαν. Ακολούθησε ορμητική έφοδος και ανελέητη σφαγή των υπερασπιστών. Ελάχιστοι ήταν οι επιζώντες που κατάφεραν να ξεφύγουν. Η δε γριά έλαβε το ανάλογο αντίτιμο της ολιγόψυχης προδοσίας της. Στη συνέχεια όμως οι Τούρκοι δεν τήρησαν τις δεσμεύσεις τους και την ανασκολόπισαν ζωντανή.
Άποψη των σωζόμενων νότιων τειχών του κάστρου, με το ίχνος τους να ακολουθεί την μορφολογία του εδάφους. Σε δεύτερο πλάνο φαίνεται το ύψωμα «Παλαιοψαχνά».
Η περιοχή μετά την Οθωμανική κατάκτηση
Σε κάθε περίπτωση, ο μεσαιωνικός οικισμός των «Παλιοψαχνών», καθώς και το παρακείμενο κάστρο καταστράφηκαν από την Οθωμανική λαίλαπα.
Η τοποθεσία σχεδόν ερημώθηκε. Οι άνθρωποι που είχαν επιβιώσει από το αιματοκύλισμα ιδρύουν νέο οικισμό στο πεδινό μέρος, ο οποίος στους Τουρκικούς φορολογικούς καταλόγους του 1476 καταγράφεται πως έχει μόλις τρεις οικίες, ενώ ο αριθμός τους αυξήθηκε σε 11 το 1506. Σταδιακά, η περιοχή γνώρισε και πάλι οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη και αυτός ο μικρός οικισμός μετεξελίχτηκε στην σημερινή κωμόπολη των Ψαχνών.
Αντίθετα, το μεσαιωνικό κάστρο δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ ξανά. Οι Τούρκοι το απαξίωσαν είτε λόγω των εκτεταμένων φθορών που είχαν υποστεί οι οχυρώσεις του, που θα κρίθηκε ασύμφορο οικονομικά να επισκευαστούν, είτε γιατί θεώρησαν πως δεν είχε πλέον καμία στρατηγική βαρύτητα για την άμυνα της νήσου, στην οποία η εξουσία τους ήταν αναμφισβήτητη.
Πορτραίτο του οπλαρχηγού του αγώνα της εθνικής παλιγγενεσίας το 1821, Κώτσου Δημητρίου (ή Αρβανίτη), ο οποίος πιθανότατα χρησιμοποίησε σαν ορμητήριο το κάστρο των Ψαχνών. Πηγή φωτογραφίας: http://dirfyakanea.blogspot.gr.
Η επανάσταση του 1821 και ο Κώτσος Δημητρίου
Φημολογείται ότι πριν από την έναρξη της απολυτρωτικής επανάστασης του 1821, στα χαλάσματα του φρουρίου συγκεντρώνονταν συνωμοτικά οι τοπικοί οπλαρχηγοί, για να καταστρώσουν τα σχέδια τους για τον ξεσηκωμό των κατοίκων ενάντια στους Τούρκους τυράννους.
Ίσως, πράγματι η πληροφορία αυτή να εμπεριέχει αρκετή δόση αξιοπιστίας και να αφορά ένα ιστορικό πρόσωπο και τους αδερφούς του. Πρόκειται για τον γενναίο αγωνιστή Κώτσο Δημητρίου (ή Αρβανίτη), ο οποίος εργάζονταν ως εκδοροσφαγέας και κρεοπώλης στην κεντρική αγορά της Χαλκίδας[8]. Μία μέρα του 1818, περνώντας από εκεί ένας Τουρκαλβανός αγάς πρόσβαλε υποτιμητικά τον Κώτσο, που αγανακτισμένος από την Οθωμανική καταπίεση, δεν δίστασε να του ορμήσει και να τον σκοτώσει, παρά την φρουρά που τον περιστοίχιζε. Αμέσως μετά την πράξη του αυτή πέρασε στην παρανομία και μαζί με τους αδερφούς του Γιαννάκη και Μήτσο Δημητρίου διέφυγαν στα βουνά της κεντρικής Εύβοιας, γενόμενοι κλέφτες.
Ενδεχομένως λοιπόν, ένα από τα λημέρια τους να ήταν και ο ερειπιώνας του κάστρου των Ψαχνών. Περί τις αρχές του 1820, τα τρία αδέρφια συναντούν στο Ξηροχώρι (Ιστιαία) τον Λιμνιώτη αρματολό Αγγελή Γοβιό (ή Γοβγίνα), που υπηρετούσε στην αυλή του περιβόητου Αλή Πασά των Ιωαννίνων, και εντάσσονται στη συνοδεία του. Ο δε Κώτσος συνδέθηκε με στενή φιλία με τον Γοβιό, ο οποίος διορίστηκε αρχηγός των επαναστατικών όπλων στην Εύβοια τον Ιούνιο του 1821, ενώ ο πρώτος ήταν υπασπιστής του. Μαζί πολέμησαν στην νικηφόρα μάχη εναντίον των πολυπληθών Τουρκικών δυνάμεων του Ομέρ Βρυώνη στην τοποθεσία «Βρυσάκια» Ψαχνών[9] στις 15 Ιουλίου 1821, όπου είχε συγκροτηθεί το Ελληνικό στρατόπεδο, και κατόπιν κατέβαλαν άοκνες προσπάθειες για να φουντώσουν την φλόγα του απελευθερωτικού αγώνα στην νήσο.
Σύμφωνα με τις αποχρώσες ενδείξεις, ο Κώτσος Δημητρίου πρέπει να ήταν υπεύθυνος για τον τομέα των Ψαχνών και υπό αυτό το πρίσμα δεν είναι απίθανο να υποθέσουμε ότι είχε εγκαταστήσει το σταθμό διοικήσεως του στο οχυρό μέρος του μεσαιωνικού κάστρου. Δυστυχώς, οι δύο κορυφαίοι οπλαρχηγοί βρήκαν το θάνατο κατά την διάρκεια μίας νυκτερινής Τουρκικής επιχείρησης στις 28 Μαρτίου 1822. Ο μεν Αγγελής Γοβιός έπεσε ηρωικά μαχόμενος σε ενέδρα στην τοποθεσία του περάσματος «Δύο Βουνά»[10], ενόσω οι υπόλοιποι Ευβοιείς αγωνιστές του είχαν αποσυρθεί και οχυρωθεί στο Βενετσιάνικο πύργο της Τριάδας, ο δε Κώτσος Δημητρίου λέγεται ότι σκοτώθηκε μαζί με τους συντρόφους του και τον αδερφό του Γοβιού, Αναγνώστη, στην «στέρνα του Πάνου»[11] στα Ψαχνά. Σε αυτό το χρονικό σημείο σταματάνε και οι οποιοιδήποτε ιστορικοί συσχετισμοί για το μεσαιωνικό φρούριο των Ψαχνών, το οποίο αφέθηκε να χαθεί στην δίνη της λησμονιάς.
Άποψη της «Στέρνας του Πάνου» στα δυτικά περίχωρα των Ψαχνών. Το κτίσμα είναι μία ανοιχτή κτηνοτροφική δεξαμενή. Εδώ πιστεύεται ότι σκοτώθηκε ο ανδρείος αγωνιστής Κώτσος Δημητρίου μετά από συμπλοκή με τους Τούρκους στις 28 Μαρτίου 1822.
Ποια ήταν η ονομασία του κάστρου επί λατινοκρατίας;
Ένα ενδιαφέρον ζήτημα που χρήζει περαιτέρω διευκρίνησης είναι η ταύτιση του κάστρου με ένα μεσαιωνικό ιταλογενές τοπωνύμιο, η οποία έχει προκαλέσει αρκετές διχογνωμίες ανάμεσα στους ερευνητές.
Ο Αυστριακός βυζαντινολόγος Johannes Koderεκτιμά βάσιμα ότι σε αυτή τη θέση τοποθετείται η φρουριακή εγκατάσταση με την ονομασία «Holorita ή Hollorita ή Colochita ή Colochit», η οποία εμφανίζεται στους παλαιούς χάρτες και ναυτικούς πορτολάνους, αν και κάπως παραπειστικά αναφέρει ότι βρίσκονταν στο χωριό Κοντοδεσπότι, παραβλέποντας το ιστορικό υπόβαθρο της περιοχής των Ψαχνών. Πράγματι, στη σειρά χαρτών που στηρίζονται στα πρότυπα του Φλωρεντίνου γεωγράφου Cristoforo Buondelmonti[12], το υπόψη τοπωνύμιο επισημαίνεται περίπου σε αυτό το γεωγραφικό ύψος και στο κεντρικό τμήμα της Εύβοιας. Ωστόσο, σε άλλες χαρτογραφικές εκδόσεις, διαφορετικού πρωτότυπου υποδείγματος, εμφανίζεται στο βόρειο μέρος της νήσου και συγκεκριμένα κοντά στην Αιδηψό (Lipso), όπως στα έργα του Βενετσιάνου κοσμογράφου Vincenzo Maria Coronelli[13], δημιουργώντας μία αναπότρεπτη σύγχυση. Το βασανιστικό ερώτημα για τους μελετητές παραμένει. Είναι δυνατόν να προσδιοριστεί η ακριβής τοποθεσία του μεσαιωνικού φρουρίου «Holorita»;
Χάρτης της Εύβοιας κατά τα πρότυπα του Buondelmonti, όπου το μεσαιωνικό φρούριο «Holorita» παρουσιάζεται στο κεντρικό τμήμα της νήσου κοντά στα Πολιτικά (Politica). Προέρχεται από το βιβλίο «L’ isole piu famose del mondo…..» του Ιταλού λόγιου και γεωγράφου Thomaso Porcacchi (1530 – 1585).
Το αίνιγμα των διαφορετικών ονομασιών στους Ιταλικούς χάρτες
Όπως πολύ εύστοχα υπογραμμίζει ο ιατρός Θεόδωρος Σκούρας στην μελέτη του «Οχυρώσεις στην Εύβοια», από τους παλαιούς χαρτογράφους δεν είναι δυνατόν να βγει σωστό συμπέρασμα και θα προκύψει πάντοτε κάποια περιπλοκή.
Τα τοπωνύμια καταγράφονται με την παραφρασμένη Ιταλική απόδοση τους και κάποια από αυτά αναφέρονται δύο και τρεις φορές στον ίδιο χάρτη. Επίσης, ορισμένα επιβεβαιωμένα κάστρα και πύργοι, αλλά και πόλεις της Εύβοιας, τοποθετούνται σε εντελώς λανθασμένη θέση, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις ακόμα και το σχήμα της ίδιας της νήσου σχεδιάζεται παραποιημένο. Αυτό συμβαίνει γιατί οι αντιγραφείς συχνά παρέκκλιναν από τον πρωτότυπο χάρτη, αν δεν κατανοούσαν μία τοπογραφική πληροφορία ή προσέθεταν όσα περισσότερα γεωγραφικά στοιχεία μπορούσαν από τις διαθέσιμες εκδόσεις, με πρόθεση να μην παραλείψουν τίποτα, χωρίς όμως να προβούν σε μία διαδικασία διαλογής και επαλήθευσης. Εξάλλου, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι πλείστοι εκ των παλαιών χαρτογράφων δεν είχαν καν επισκεφτεί την Ελλάδα, προκειμένου να αποκτήσουν μία σαφή εικόνα και να συλλέξουν τα δεδομένα τους μετά από επιτόπια έρευνα.
Η βάση ενός από τους αμυντικούς πύργους του κάστρου στο νοτιοανατολικό μέρος των διατηρούμενων οχυρώσεων του κάστρου.
Προσεγγίζοντας την αλήθεια του τοπωνυμικού μυστηρίου
Όσον αφορά το διαφιλονικούμενο ζήτημα, ο Σκούρας ασπάζεται ανεπιφύλακτα την γνώμη του Koder, πως το μεσαιωνικό φρούριο «Holorita» βρίσκονταν στην περιοχή ανάμεσα στα σημερινά Ψαχνά και στο Κοντοδεσπότι, το οποίο αντικατοπτρίζεται στο υφιστάμενο ερειπωμένο κάστρο.
Απορρίπτει δε κατηγορηματικά την οποιαδήποτε σχέση με την Αιδηψό, με την αιτιολογία ότι εκεί τα οχυρά είναι μετρημένα και ταυτισμένα. Μάλιστα, παραθέτει και μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ετυμολογική εξήγηση της προέλευσης της Λατινικής ονομασίας, που ενδεχομένως να μην απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Ο Ευβοέας ερευνητής υποστηρίζει ότι προκύπτει από την παράφραση της ονομασίας «Κουλουριάδα», σημειώνοντας πως έτσι ήταν γνωστή η τοποθεσία από την αρχαιότητα. Βέβαια, με αυτό το τοπωνύμιο προσδιορίζεται η περιοχή σε απόσταση περίπου 1,5 χιλιόμετρού ανατολικά της σύγχρονης κωμόπολης, όπου όπως προαναφέρθηκε έχει ανακαλυφθεί και αρχαίος οικισμός, αλλά δεν αποκλείεται κατά την μεσαιωνική εποχή να αντιστοιχούσε σε ένα ευρύτερο γεωγραφικό τομέα, στον οποίο να περιλαμβάνονταν τα υψώματα των «Παλαιοψαχνών» και του κάστρου.
Σύμφωνα λοιπόν με τον Σκούρα, ο όρος «Κουλουριάς» μετατράπηκε στο Βενετσιάνικο «Colorita – Holorita», μια πολύ ελκυστική εκδοχή που ταιριάζει με την πρακτική των Λατίνων κατακτητών να παραφράζουν στην γλώσσα τους τις ήδη υπάρχουσες Ελληνικές ονομασίες, αντί να επινοούν καινούργιες για κάθε τόπο. Τέλος, αν αναλογιστούμε ότι το φρούριο «Holorita» εμφανίζεται στο κεντρικό τμήμα της Εύβοιας και κοντά στα Πολιτικά (Politica), στην σειρά των χαρτών που βασίζονται στον Cristoforo Buondelmonti και οι οποίοι είναι και οι παλαιότεροι χρονικά, τότε θα πρέπει όντως να προκριθεί η ταύτιση του με το κάστρο των Ψαχνών, έναντι κάθε άλλης άποψης.
Εκτιμώμενη σχηματική παράσταση του κάστρου των Ψαχνών, σε δορυφορική αποτύπωση του εδάφους, σύμφωνα με τα εμφανή οικοδομικά κατάλοιπα των οχυρώσεων.
Η περιγραφή του οχυρωματικού περιβόλου
Αν θελήσει κανείς να επισκεφτεί την τοποθεσία του υψώματος «Καστρί», θα αντικρίσει τα λιγοστά απομεινάρια του οχυρωματικού περιβόλου, καθώς στο μεγαλύτερο μέρος του είναι κατεστραμμένος ολοσχερώς.
Πάντως, μέσα από μία προσεκτική επισκόπηση του ίχνους που διέγραφαν τα τείχη και των λοιπών οικοδομικών καταλοίπων, μπορούμε να κάνουμε μερικές στοιχειώδεις διαπιστώσεις. Το σχήμα του κάστρου μοιάζει να είναι ακανόνιστα πολυγωνικό και να ακολουθεί την εδαφική μορφολογία του επίπεδου πλατώματος της κορυφής. Η συνολική περίμετρος των τειχών ανέρχεται περί τα 300 μέτρα, περικλείοντας μία έκταση γύρω στα 5,8 στρέμματα. Η κατεδαφισμένη πύλη του ανοίγονταν στην βορειοδυτική πλευρά του περιβόλου, δηλαδή στην πιο προσβάσιμη πλαγιά του λόφου, αφού οι υπόλοιπες υπώρειες είναι κρημνώδεις και εξαιρετικά δύσβατες, απαρτίζοντας μία επιπρόσθετη φυσική οχύρωση. Τα τείχη είχαν μέσο πάχος 1,5 μέτρο, ενώ σε κάποιες πηγές γίνεται αόριστα λόγος για παρουσία διπλού τείχους, Βυζαντινής και Φράγκικης περιόδου, κάτι το οποίο δεν επιβεβαιώνεται τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως.
Τμήμα των βορειοδυτικών τειχών δεξιά από την είσοδο του κάστρου.
Άποψη των δύο τοιχωμάτων του εσωτερικού προσκτίσματος στα νότια τείχη.
Η οχυρωματική αρχιτεκτονική του κάστρου
Η παρούσα κατάσταση της φρουριακής εγκατάστασης, δεν μας επιτρέπει να προβούμε σε λεπτομερή αξιολόγηση της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής του, καθόσον διασώζονται μόνο αποσπασματικά κάποια μέρη του και αυτά όχι σε ικανό ύψος.
Στην βορειοδυτική πλευρά και εκατέρωθεν της «δρομικής» εισόδου εκτείνονται δύο τμήματα των τειχών σε μήκος περίπου 10 μέτρων έκαστο, τα οποία αντιστοιχούν στο αναλημματικό κρηπίδωμα τους και κρύβονται μέσα στην βλάστηση. Στην προέκταση τους προς την ίδια κατεύθυνση και επί του πλατώματος προεξέχει ένα μικρό κομμάτι τείχους, που δημιουργεί την υποψία ότι πρόκειται για μία βάση ενός πιθανού προστατευτικού πύργου. Το καλύτερα διατηρούμενο τμήμα των οχυρώσεων βρίσκεται στην νότια πλευρά της κορυφής, εκεί που είναι τοποθετημένο και το τριγωνομετρικό κολωνάκι της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού. Σε εκείνο το σημείο τα τείχη φτάνουν σε μήκος τα 30 μέτρα, με μέγιστο ύψος τρία μέτρα, και γίνεται αντιληπτή η λιθοδομή τους, που συνιστά τυπικό κατασκευαστικό δείγμα της μεσαιωνικής εποχής, υποδηλώνοντας την ανακαίνιση του κάστρου από τους Βενετσιάνους κατά τον 13ο αιώνα[14].
Στην νοτιοανατολική άκρη τους διακρίνονται τα υπολείμματα από την βάση ενός αμυντικού πύργου, από τον οποίο εποπτεύονταν η πεδιάδα των Ψαχνών και λειτουργούσε ενδεχομένως ως φρυκτωρία, έχοντας επικοινωνία με τους πύργους της Τριάδας, του Προφήτη Ηλία και της Καμαρίτσας[15]. Στο μέσο των σωζόμενων νότιων τειχών διαμορφώνεται ένα ευμέγεθες τετράγωνο πρόσκτισμα προς το εσωτερικό, διαστάσεων γύρω στα 6Χ18 μέτρα, που πρέπει να είναι η αιτία για την δημιουργία της εντύπωσης περί διπλού τείχους. Η χρήση του είναι αδιευκρίνιστη. Ίσως να ήταν χώρος στρατωνισμού της φρουράς ή εναποθήκευσης υλικού ή ακόμα και μίας μεγάλης κιστέρνας (δεξαμενής), ενώ έχει εκφραστεί και η ρηξικέλευστη άποψη πως κάποτε είχε μετασκευαστεί σε εκκλησία.
Εντός του οχυρωματικού περιβόλου εντοπίζονται η θεμελίωση μίας κιστέρνας κοντά στα βόρεια τείχη, καθώς και κάποιοι λιθοσωροί που φανερώνουν την ύπαρξη και άλλων βοηθητικών κτισμάτων. Σε όλη την έκταση του πλατώματος κείτονται διάσπαρτα κεραμικά θραύσματα, προερχόμενα από διάφορα αγγεία, πιθάρια και από τα σφηνοειδή δομικά στοιχεία των τειχών. Δίχως αμφιβολία, μία εξειδικευμένη αρχαιολογική έρευνα θα μας αποκαλύψει πολλά περισσότερα δεδομένα για την αρχιτεκτονική μορφή του φρουρίου και πιθανότατα να αποδώσει σημαντικά κινητά ευρήματα, τα οποία να πιστοποιήσουν τις οικοδομικές φάσεις του.
Τμήμα των βορειοδυτικών τειχών αριστερά από την είσοδο του κάστρου, κρυμμένο μέσα στην πυκνή βλάστηση.
Το παρόν και το μέλλον του κάστρου
Το μεσαιωνικό κάστρο των Ψαχνών, όσο ερειπωμένο και να είναι, αποτελεί ένα ιστορικό μνημείο της Εύβοιας και του αρμόζει να τύχει μεγαλύτερης προσοχής.
Πιστεύω ότι επιβάλλεται η ανάδειξη του, είτε μέσω της αρμόδιας αρχαιολογικής υπηρεσίας, είτε μέσω των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης, έτσι ώστε να πάψει να είναι μία απλή καταχώριση στους τουριστικούς οδηγούς. Επιπλέον, αν δεν ληφθούν μέτρα για την προστασία και συντήρηση των διατηρούμενων οχυρώσεων, ελλοχεύει ο κίνδυνος μίας μελλοντικής κατάρρευσης τους, εξαιτίας των πρόδηλων φθορών τους, με αποτέλεσμα να καταδικαστούν σε πλήρη αφανισμό. Μία αρχή είναι δυνατόν να γίνει με χαμηλό κόστος, ξεκινώντας από την τοποθέτηση πληροφοριακών πινακίδων, έστω και ξύλινων, στον δημόσιο δρόμο Ψαχνά – Κοντοδεσπότι και στις διασταυρώσεις του εγκάρσιου χωματόδρομου που οδηγεί στην τοποθεσία του κάστρου, την χάραξη ενός σημασμένου μονοπατιού στην βορειοδυτική πλαγιά του υψώματος προς την πύλη του, αλλά και με τον εθελοντικό καθαρισμό των τειχών από την θαμνώδη βλάστηση. Είναι χρέος όλων μας να τιμάμε την ιστορική μνήμη του τόπου μας έμπρακτα και με οποιονδήποτε τρόπο.
Άποψη του σωζόμενου τμήματος των νότιων τειχών. Η αναγκαιότητα συντήρησης της οχύρωσης είναι εμφανής, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο κατάρρευσης της.
Παραπομπές
[1] Σχεδόν σε όλες τις πηγές το υψόμετρο του λόφου αναφέρεται ως 210 μέτρα, αλλά στους τοπογραφικούς χάρτες της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού καταγράφεται ως 273 μέτρα, με βάση τις ακριβείς μετρήσεις και ισοϋψείς καμπύλες απεικόνισης του εδάφους.
[2] Στην ευρύτερη περιοχή των Ψαχνών έχουν ανακαλυφθεί και άλλοι αρχαιότατοι οικισμοί, που η αρχική κατοίκηση τους ανάγεται στην Νεολιθική και Πρωτοελλαδική εποχή, όπως στις τοποθεσίες Γλύφα και Βάρκα Ψαχνών, Κατεργάρης, Βότσικα, Αγία Καλλιόπη Τριάδας, Πρόδρομος Τριάδας, Κόκκινο Λιθάρι Τριάδας, Κρασάς Καθενών κ.α.
[3] Πρόκειται για δύο διαφορετικά υψώματα βορείως των σύγχρονων Ψαχνών, όπως επισημαίνονται στους στρατιωτικούς τοπογραφικούς χάρτες με τα τοπωνύμια «Καστρί» και «Παλιοψαχνά», ενώ ανάμεσα τους διαρρέει το ρέμα Μαντάνια.
[4] Περί τα μέσα του 15ου αιώνα φαίνεται ότι υπήρχαν λιγοστές κατοικίες και στις υπώρειες του λόφου «Καστρί».
[5] Ο μεσαιωνικός πύργος της Τριάδας Ψαχνών έχει ανεγερθεί πάνω σε χαμηλό γήλοφο, 200 μέτρα βορείως του δημόσιου δρόμου Ψαχνών – Τριάδας και στο μέσο περίπου της διαδρομής. Ανάγεται στον 14ο αιώνα και διασώζεται τμηματικά μέχρι το ύψος του δεύτερου ορόφου. Οι διαστάσεις της βάσης του είναι 7Χ7 μέτρα. Η είσοδος του σχηματίζονταν στην νότια πλευρά και ήταν υπερυψωμένη, οδηγώντας στον δεύτερο όροφο, όπως συμβαίνει στο σύνολο των Φράγκικων – Ενετικών πύργων. Σήμερα η πρόσβαση στο εσωτερικό του γίνεται από ένα άνοιγμα στην δυτική πλευρά του ισογείου, που πρόκειται για κατοπινή μετασκευή. Στα εσωτερικά τοιχώματα διακρίνεται η διαμόρφωση των μεσαιωνικών θυρίδων εκηβόλων όπλων, με το πεπλατυσμένο πίσω μέρος, το οποίο προσέδιδε ευχέρεια κινήσεων και σκόπευσης στους χειριστές τους. Επίσης, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν, οι ακρογωνιαίοι κατεργασμένοι τετράγωνοι ογκόλιθοι των πλευρών στο ισόγειο τμήμα, που κατά πάσα πιθανότητα είναι δόμοι σε δεύτερη χρήση, προερχόμενοι από κάποιο παρακείμενο αρχαίο οικοδόμημα.
[6] Ο μεσαιωνικός πύργος της Καμαρίτσας βρίσκεται περί τα δύο χιλιόμετρα στα νοτιοανατολικά του χωριού, στην άκρη ενός απόκρημνου πρανούς και σε υψόμετρο 140 μέτρων. Χρονολογείται με επιφύλαξη στον 14ο αιώνα. Διατηρείται μόνο η βάση του, οριζόντιων διαστάσεων 8Χ8 μέτρων περίπου. Απέχει από το κάστρο των Ψαχνών 5,5 χιλιόμετρα και από τον πύργο των Πολιτικών 2,7 χιλιόμετρα σε ευθεία γραμμή.
[7] Το μεσαιωνικό κάστρο της Κλεισούρας βρίσκονταν στην κορυφή του εξαιρετικά δυσπρόσιτου υψώματος «Καστρί», που συνιστά το δυτικό αντέρεισμα της διάβασης του Δερβενίου, σε απόσταση 6,5 χιλιομέτρων νοτίως του χωριού Προκόπι. Περισσότερες πληροφορίες για την ιστορία και την περιγραφή του συγκεκριμένου κάστρου, παρατίθενται στην ειδική αρθρογραφία του διαδικτυακού περιοδικού Square.gr στην στήλη «Πατριδογνωσία» και με τίτλο άρθρου: «Το κάστρο της Κλεισούρας στην βόρεια Εύβοια» της 24-8-2015.
[8] Ο Κώτσος Δημητρίου (ή Αρβανίτης) υπήρξε ένας από τους πιο εμπειροπόλεμους και ατρόμητους οπλαρχηγούς των αρχών της Ελληνικής επανάστασης του 1821. Η καταγωγή του ήταν από το Σούλι της Ηπείρου, όπου είχε γεννηθεί και ο ίδιος μεταξύ των ετών 1785 και 1790. Όταν οι Σουλιώτες εκδιώχθηκαν από την ιδιαίτερη πατρίδα τους τον Δεκέμβριο του 1803 από τον Αλή Πασά Τεπελενλή, η οικογένεια του εγκαταστάθηκε πρώτα στη Θήβα και έπειτα στα Χάλια (σημερινή Δροσιά Χαλκίδας). Ως υπαρχηγός του σώματος του Αγγελή Γοβιού φέρεται να έλαβε μέρος στην επική μάχη στο «Χάνι της Γραβιάς» (8 Μαΐου 1821), με πρωτοστάτη τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, ενώ στον Ευβοϊκό χώρο είχε ηγετική συμμετοχή στις μάχες στις τοποθεσίες «Βρυσάκια» Ψαχνών (15 Ιουλίου 1821) και «Χαμόμηλα» Στενής (15 Αυγούστου 1821), αλλά και στον πολύμηνο αποκλεισμό των Τούρκων εντός του «Κάστρου» της Χαλκίδας, κατά το πρώτο επιχειρησιακό έτος του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Προς τιμή του έχει ονομαστεί ο δρόμος που αρχίζει από την πλατεία Αθανάτων στην παλιά γέφυρα και καταλήγει κάθετα στην οδό Παπαναστασίου σε «οδό Κώτσου».
[9] Τα «Βρυσάκια» είναι παραθαλάσσια περιοχή περί τα 2,5 χιλιόμετρα δυτικά του χωριού Καστέλλα Ψαχνών, βορείως του δρόμου για το χωριό Πολιτικά. Εκεί σχηματίζεται ένας χαμηλός γήλοφος με υψόμετρο 13 μέτρα με το τοπωνύμιο «Ούρδι» ή «Γοβιός», όπου είχε δημιουργηθεί το επαναστατικό στρατόπεδο και μάλλον οχυρώθηκε πρόχειρα.
[10] Η τοποθεσία «Δύο Βουνά» βρίσκεται στα βόρεια της Νέας Αρτάκης, αμέσως μετά την έξοδο από την κωμόπολη και στα αριστερά της εθνικής οδού Χαλκίδας – Αιδηψού.
[11] Η θέση της «στέρνας του Πάνου» βρίσκεται σε απόσταση 1200 μέτρων δυτικά από το κέντρο των Ψαχνών. Η πιο απλή πρόσβαση γίνεται από την εθνική οδό Χαλκίδας – Αιδηψού, 400 μέτρα μετά τον φωτεινό σηματοδότη της διασταύρωσης στην έξοδο του χωριού Καστέλλα, ακολουθώντας ένα αγροτικό δρόμο στα δεξιά για 350 μέτρα περίπου, μέχρι να φτάσουμε σε μία μοναχική κατοικία, όπου ακριβώς δίπλα της διακρίνεται η τετράγωνη στέρνα. Για τις τοποθεσίες που βρήκαν τον θάνατο ο Αγγελής Γοβιός και ο Κώτσος Δημητρίου έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς αρκετές εκδοχές. Στο παρόν άρθρο συμπεριλήφθηκε η πιο δυνητική από αυτές, όπως προέκυψε μέσα από την ανάλυση της εξέλιξης των γεγονότων στις 28 Μαρτίου 1822.
[12] Ο μοναχός και γεωγράφος Cristoforo Buondelmonti (π. 1385 – π. 1430) κατάγονταν από αριστοκρατική οικογένεια της Φλωρεντίας. Στα 1406 εγκαταστάθηκε στην Ρόδο, όπου διέμεινε για περίπου οκτώ χρόνια. Στην συνέχεια ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη και για τα επόμενα έξι χρόνια περιηγήθηκε στα νησιά του Αιγαίου πελάγους και την Κύπρο. Ο Buondelmonti συνέταξε στα 1417 το έργο «Descriptio insule Candie (Περιγραφή της νήσου Κρήτης)» και στα 1420 ουσιαστικά το πρώτο νησολόγιο με τίτλο «Liber Insularum Archipelagi (Βιβλίο των νήσων του Αρχιπελάγους)», με συνολικά 79 χάρτες των νησιών και σημαινουσών παράλιων περιοχών, συνοδευόμενους από ιστορικά, κοινωνικοπολιτικά και γεωγραφικά σχόλια, αποτελώντας υπόδειγμα για μεταγενέστερους χαρτογράφους.
[13] Ο Φραγκισκανός μοναχός Vincenzo Maria Coronelli (1650 – 1718) κατάγονταν από την Βενετία και υπήρξε διαπρεπής χαρτογράφος και εγκυκλοπαιδιστής. Διατέλεσε δημόσιος κοσμογράφος της Γαληνότατης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου και ίδρυσε στην ιδιαίτερη πατρίδα του την πρωτοποριακή Γεωγραφική Ακαδημία των Αργοναυτών (Accademia Cosmografica degli Argonauti). Στις αρχές του ΣΤ’ Ενετοτουρκικού πολέμου (1684 – 1698/99), όπου το κυρίως θέατρο επιχειρήσεων ήταν ο Ελληνικός χώρος, ο Coronelli ανέλαβε να απεικονίσει τις νικηφόρες μάχες των Βενετών. Στο πλαίσιο των καθηκόντων του, επισκέπτεται διάφορες περιοχές της Ελλάδας την περίοδο 1684 – 1687. Τα δε εκπονηθέντα σχέδια του γνώρισαν πολλαπλές εκδόσεις, μεταφράσεις και αναδημοσιεύσεις σε μεταγενέστερα ταξιδιωτικά συγγράμματα. Ενδεικτικά, τρία από τα έργα του στα οποία συμπεριλαμβάνονται σχεδιαγράμματα και χάρτες της Χαλκίδας και της Εύβοιας είναι τα «Morea, Negroponte & Adiacenze, 1686», «Memorie Istoriografiche de Regni della Morea, Negroponte e Littorali fin’a Salonichi Accresciute in questa seconda edizione, 1688» και «Repubblica di Venezia p. IV. Citta, Fortezze, ed altri Luoghi principali dell’ Albania, Epiro e Livadia, e particolarmente i posseduti da Veneti descritti e delineati dal p. Coronelli, 1688».
[14] Σημειώνεται ότι στα ορατά τμήματα του περιτειχίσματος δεν παρουσιάζονται δομικές ενδείξεις παλαιότερης τοιχοδομίας, αποκλείοντας την περίπτωση της οχύρωσης της τοποθεσίας και κατά την αρχαιότητα.
[15] Θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφερθεί η εκτιμώμενη ύπαρξη ενός μεσαιωνικού πύργου και στην Καστέλλα, από τον οποίο φέρεται να πήρε το όνομα του το χωριό, χωρίς να προσδιορίζεται η ακριβής θέση του από κανένα ερευνητή. Αν θεωρήσουμε ως αληθή αυτή την πληροφορία, τότε και αυτός ο πύργος θα είχε οπτική επαφή με το κάστρο των Ψαχνών.
Γ.Λόης:Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε.α. Από το 1996 ασχολείται με την έρευνα ιστορικών μνημείων του Ελληνικού χώρου. Την περίοδο 2010 – 2014 διέμενε στην Χαλκίδα και ερεύνησε την ιστορία της Εύβοιας.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
1. «Οχυρώσεις στην Εύβοια» – Θεόδωρος Σκούρας – Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών – Τομος Κ’ (σελίδες 393 – 394) – 1975.
2. «Τοπογραφικά προβλήματα της μεσαιωνικής Εύβοιας» – Δημήτριος Τριανταφυλλόπουλος – Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών – Τόμος ΙΘ’ (σελίδες 218 – 219) – 1974.
3. «Negroponte. Untersuchungen zur Topographie und Siedlungsgeschichte der Insel Euboia während der Zeit der Venezianerherrschaft » – (σελίδες 30 – 31, 67, 97 και 100) – Johannes Koder – Wien – 1973.
4. «Η Ευβοϊκή Μεσσαπία» – (σελίδες 47, 104 και 146) – Λεωνίδα Παπακωνσταντίνου – Αθήνα – 1972.
5.«Η αποκάλυψη των φυσικών και ιστορικών θησαυρών της Εύβοιας» – (σελίδες 180 – 181) – Αλέξανδρου Καλέμη – Εκδόσεις «Κίνητρο» – Αθήνα – 2002.
Ενδεικτικές Ιστοσελίδες – Ιστότοποι
1. http://www.kastra.eu / Καστρί Ψαχνών.
2. http://psahnaevia.blogspot.gr / Ιστορία Ψαχνών – Καστρί.
3. http://messapia.pblogs.gr / Ευβοϊκή Μεσσαπία / Ετυμολογικά και Ιστορικά.
4. http://tsoutsouneros.arvanitis.eu / Στην μνήμη Αγγελή Γοβιού και Κώτσου Δημητρίου.
5. http://dirfyakanea.blogspot.gr / Κώτσος Δημητρίου ο Αρβανίτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου